Sunday, December 30, 2012

Καταλανός γράφει τις ειδήσεις στα Αρχαία Ελληνικά!


Εμείς πια τα αγνοούμε.Στο σχολείο τα θεωρούσαμε περιττό βάρος και κάναμε τα πάντα για να τα αποφύγουμε .Παρόλα αυτά στο εξωτερικό φαίνεται ότι τα εκτιμούν και με το παραπάνω. Τα Αρχαία Ελληνικά είναι όπως φαίνεται μία αθάνατη γλώσσα. Και πολύ γοητευτική επίσης. Ένας Καταλανός την έχει επιλέξει για να γράφει τις ειδήσεις και να ενημερώνει το κοινό του το οποίο φαίνεται ότι εκτιμά την επιλογή και την προσπάθειά του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΑΝΟΥ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ http://www.akwn.net/ Πηγή: www.onalert.gr 29 Δεκεμβρίου, 2012 — vatopaidifriend5

Saturday, December 29, 2012

Μουσική και ιατρική


Η θεραπευτική δράση της μουσικής έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική παράδοση αλλά και σε παραδόσεις αλλών μεγάλων λαών της ευρύτερης ανατολής. Πρώτοι οι Πυθαγόρειοι εξέτασαν την σχέση μουσικών ήχων και αριθμών και διαπίστωσαν οτι οι αριθμοί που διέπουν την αρμονία ενός διατεταγμένου υλικού κόσμου παίζουν τον ίδιο ρόλο και στην τέχνη της μουσικής. Είναι ενδιαφέρον οτι οι ίδιοι μαθηματικοί λόγοι που διέπουν τα βασικά (πυθαγόρεια) μουσικά διαστήματα, τα οποία προέρχονται απο την αρμονική διαίρεση του μονοχόρδου (1:2-διάστημα ογδόης, 2:3-διάστημα πέμπτης, 3:4-διάστημα τετάρτης), διέπουν και τις σωματομετρικές αναλογίες του ανθρώπινου σώματος αλλά και άλλων φυσικών κατασκευών όπως πχ ο κοχλίας, τα φύλλα των δένδρων, τα φτερά της πεταλούδας και πλείστες άλλες φυσικές δομές. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η σχολή των Πυθαγορείων χρησιμοποιούσε μουσικούς ήχους για θεραπεία ασθενών με βάση την άποψη οτι η αρμονία της μουσικής μπορεί να αποκαταστήσει την διαταραγμένη ψυχοσωματική ισορροπία του ασθενούς. Οι Πυθαγόρειοι αλλά και οι Πλάτων, Αριστοτέλης και Ιπποκράτης πίστευαν στον θεραπευτικό ρόλο της μουσικής. Σε πολλά από τα κείμενα τους αναφέρουν και προτείνουν διάφορους ήχους και μουσικές κλίμακες ανάλογα με την ψυχική διάθεση την οποία θέλει κανείς να δημιουργήσει. Ακόμη και οι αρχαίοι ρυθμοί σχετίζονται άμεσα με το θυμικό και την σωματική κίνηση και θα μπορούσε να τούς διαιρέσει κανείς αφενός σε ρυθμούς χαλαρώτερους οι οποίοι σχετίζονται συνήθως με την ήρεμη ανάγνωση κειμένων η απαγγελία ποιητικών στίχων (πχ το γνωστό δακτυλικό εξάμετρο η δάκτυλος) και αφετέρου σε ρυθμούς σχετιζόμενους με γρήγορες κινήσεις, συνήθως χορευτικές και περισσότερο διονυσιακού χαρακτήρα. Η ιδιότητα της μουσικής να θεραπεύει τονίζεται από τον Πλάτωνα σε πολλά έργα του (Τίμαιος, Πολιτεία, Νόμοι), και μάλιστα ο Πλάτων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο πρώτος επίσημος «συνταγογράφος» μουσικής στην αρχαιότητα αφού προτείνει ως κατεξοχήν θεραπευτικό μουσικό τρόπο τον Δώρειο τρόπο (μία αρχαία μουσική κλίμακα που οι μουσικολόγοι σήμερα πιστεύουν οτι αντιστοιχεί περίπου στον πρώτο ήχο της βυζαντινής μουσικής). Οι μύθοι λοιπόν και οι δοξασίες γύρω απο τις θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής εμφανίζονται πρίν απο χιλιάδες χρόνια και παρουσιάζουν κοινά στοιχεία σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα οι επιστήμονες δεν είχαν συστηματικά παρατηρήσει και μελετήσει τις επιδράσεις της μουσικής σε παραμέτρους της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος. Ομως στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στις ΗΠΑ δημιουργείται μια σύνθετη επιστημονική ομάδα (American Music Therapy Association-ΑΜΤΑ) η οποία θα αποτελέσει και τον πρώτο επίσημο πυρήνα κλινικής εφαρμογής και έρευνας της μουσικοθεραπείας. Θα πρέπει εδώ να αναφέρει κανείς οτι η δημιουργία του ΑΜΤΑ βασίσθηκε σε μία απλή κλινική παρατήρηση που έδειχνε οτι, σε νοσοκομεία των ΗΠΑ στα οποία νοσηλεύονταν τραυματίες βετεράνοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ανάρρωση ασθενών σε θαλάμους που υπήρχε ζωντανή μουσική ήταν ταχύτερη σε σχέση με θαλάμους χωρίς μουσική [1]. Η μουσικοθεραπεία είτε με την μορφή της ενεργού μουσικοθεραπείας (active music therapy) είτε με την απλούστερη μορφή της ακρόασης μουσικής (receptive music therapy and/or music medicine) απαιτεί ειδική και μακροχρόνια εκπαίδευση [2]. Οι διαφορές της ενεργού μουσικοθεραπείας (music therapy) και της μουσικής ακρόασης η μουσικής φάρμακο (music medicine) φαίνονται στον παρακάτω πίνακα-1 (με βάση τις οδηγίες της American Music Therapy Association, AMTA 1999). Πίνακας-1. Χαρακτηριστικά δύο ειδών μουσικοθεραπείας Music Therapy Music Medicine Μουσική ναί ναί Προ-επιλογή μουσικής όχι ναί Σχέση θεραπευτή-ασθενή ναί όχι Παρουσία θεραπευτή ναί όχι Ακρόαση μουσικής ναί ναί Αυτοσχεδιασμός ναί όχι Σύνθεση ναί όχι Ενεργή δραστηριότης ναί όχι Art therapy* ναί όχι Music therapy = ενεργός η βιωματική μουσικοθεραπεία η μουσική ψυχοθεραπεία που κυρίως απαιτεί την παρουσία ειδικευμένου μουσικοθεραπευτή Music medicine = μουσικοθεραπεία ως ακρόαση μουσικής δηλ. μουσική ώς φάρμακο *art therapy = στην ενεργό μουσικοθεραπεία πολλές φορές χρησιμοποιούνται και άλλες θεραπευτικές τεχνικές των δημιουργικών τεχνών Αρχικά στράφηκαν στην μουσικοθεραπεία επιστήμονες απο τον μη-ιατρικό χώρο όπως ψυχολόγοι, μουσικοπαιδαγωγοί, μουσικοί και νοσηλευτές που διέθεταν απαραίτητα προχωρημένες γνώσεις μουσικής και είχαν ως κύριο αντικείμενο παιδιά η ενήλικες με ειδικές ανάγκες. Ομως την τελευταία δεκαετία με την πρόοδο της απεικονιστικής τεχνολογίας (fMRI, PET scan) έχει γίνει δυνατή η εξονυχιστική μελέτη των επιδράσεων της μουσικής στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής έχουν κινητοποιήσει αισθητά πολλούς κλινικούς γιατρούς σε διάφορες ειδικότητες, πού χρησιμοποιούν τη μουσική ως φάρμακο για την αντιμετώπιση του πόνου, του stress, της κατάθλιψης, αλλά και σαν μέσο ενίσχυσης του ανοσοβιολογικού συστήματος σε πολλές κατηγορίες ασθενών. Στόν παρακάτω πίνακα-2 φαίνονται οι ιατρικές ειδικότητες στις οποίες επίσημα εφαρμόζεται η μουσικοθεραπεία ως συμπληρωματική μορφή θεραπευτικής αγωγής (complementary treatment) και στον πίνακα-3 φαίνονται οι κυριότεροι στόχοι και εφαρμογές της μουσικοθεραπείας. Πίνακας-2. Ιατρικές ειδικότητες που εφαρμόζουν την μουσικοθεραπεία Νεογνολογία Παιδιατρική Αποκατάσταση Γενική ιατρική Ραδιοθεραπεία Πνευμονολογία Χειρουργική Αναισθησιολογία Κλινικές πόνου Εντατική Θεραπεία Καρδιολογία Μαιευτική Γυναικολογία Οδοντιατρική Ογκολογία Ενδοκρινολογία Προληπτική ιατρική βλ. Music therapy & medicine, Theoretical and Clinical Applications, ed. Cheryl Dileo, American Music Therapy Association, 1999. Πίνακας-3. Στόχοι και εφαρμογές μουσικοθεραπείας στην ιατρική Αντιμετώπιση πόνου Αντιμετώπιση ψυχοσωματικού stress Τοκετός Μονάδες νεογνών & προώρων βρεφών Μετεγχειριτική ανάρρωση Ανακουφιστική θεραπεία καρκινοπαθών Μονάδες εντατικής θεραπείας καρδιοπαθών Αντιμετώπιση καταθλιπτικών ασθενών Βελτίωση επικοινωνίας ψυχιατρικών ασθενών Αύξηση αισιόδοξης στάσης και θετικής σκέψης Ενίσχυση ανοσοβιολογικού συστήματος Εγκέφαλος και μουσική Από την 16η εβδομάδα της κύησης το έμβρυο μπορεί να αντιδρά σε εξωγενείς ήχους. Η ακοή είναι η πρώτη αίσθηση πού αναπτύσσεται και η τελευταία που εξαφανίζεται στη διάρκεια της ζωής μας. Τα έμβρυα αντιλαμβάνονται με επάρκεια την αναπνοή της μητέρας, τις κινήσεις και την φωνή της όταν μιλά η τραγουδάει. Επίσης οι παλμικοί ήχοι της ροής του αίματος στην ομφαλική αρτηρία μπορούν να γίνονται αντιληπτοί απο το έμβρυο κατά την διάρκεια της ενδομήτριας ζωής και για ηχητικές συχνότητες <500 Ηz τα επίπεδα έντασης του ήχου κυμαίνονται μεταξύ 70-80 dB. To έμβρυο ακούει τον ρυθμικό ήχο της καρδιάς της μητέρας περίπου 26 εκατομμύρια φορές. Η αντίληψη του ρυθμού αυτού ασκεί ένα είδος προστασίας στον άνθρωπο και συνδέεται με την ασφάλεια που παρέχει το μητρικό περιβάλλον είναι δε πολύ μεγάλης σημασίας για τη ζωή και την ανάπτυξη μας [3]. Μιά σημαντική διαδικασία εκμάθησης ήχων λαμβάνει χώρα μέσα στη μήτρα και η μεταβίβαση ήχων και ρυθμών απο τη μητέρα στο έμβρυο δίνει απαραίτητες πληροφορίες για την ανάπτυξη του εγκεφαλικού ιστού του εμβρύου. Σύμφωνα με τις μελέτες των Righetti et al [4] το νεογνό μπορεί να διακρίνει ενδομήτριους ήχους της δικής του μητέρας σε σχέση με ήχους άλλης μητέρας και επίσης να αντιδρά στις μεταβολές του καρδιακού παλμού και των κινήσεων. Μιά ανάλυση σε 212 ερευνητικές μελέτες που αφορούσαν δίδυμα άτομα έδειξε οτι οι κοινές ακουστικές εμπειρίες της ενδομήτριας ζωής εξηγούν κατά περίπου 20% την υψηλή συσχέτιση μεταξύ των IQ των διδύμων που μεγαλώνουν ξεχωριστά [5]. Ετσι φαίνεται οτι οι ακουστικές εμπειρίες του εμβρύου αποτελούν το κυριότερο ερέθισμα για την ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού. Οι μελέτες του αμερικανού αναισθησιολόγου Fred Schwartz [6,7] στην μονάδα εντατικής παρακολούθησης νεογνών και προώρων βρεφών του νοσοκομείου Piedmont, Atlanta, USA έδειξαν οτι νανουρίσματα με την φωνή της μητέρας η μουσικοί ήχοι που προσομοιάζουν με ήχους του εμβρυικού περιβάλλοντος (womb sounds) βοηθούν στην ταχύτερη απόκτηση βάρους, την ταχύτερη ανάπτυξη της περιμέτρου της κεφαλής και την γρηγορότερη έξοδο απο την μονάδα εντατικής θεραπείας προώρων νεογνών (NICU) σε σχέση με νεογνά που δεν εκτίθενται σε αυτούς τους ήχους. Στα πλαίσια της εργασίας του Dr. Schwartz τοποθετούνται ειδικά μικρά ηχεία στις βρεφοκοιτίδες τα οποία μεταδίδουν, μέσω κεντρικού συστήματος CD-player, ειδικά επιλεγμένη για το σκοπό αυτό μουσική σε 24-ωρη βάση. H επίδραση της συγκεκριμένης μουσικής με ενσωματωμένους ενδομήτριους ήχους εκτιμάται και αντικειμενικά με βάση τις μεταβολές στην καρδιακή συχνότητα, την αρτηριακή πίεση και τον κορεσμό του αρτηριακού αίματος σε Ο2. Σημαντικές μελέτες έδειξαν οτι οι ήχοι που προαναφέρθηκαν (womb sounds) αλλά και το τραγούδι με τη φωνή της μητέρας (lullabies) μπορεί να μειώνει την καρδιακή συχνότητα, να αυξάνει τον κορεσμό του αρτηριακού αίματος σε Ο2 και να βοηθά στην ταχύτερη απόκτηση βάρους στα πρόωρα βρέφη [8,9,10]. Φαίνεται οτι η επίδραση της μουσικής, κυρίως μέσω του ρυθμού, αφορά ενστικτώδεις λειτουργίες που σχετίζονται με το οντολογικά αρχέγονο κομμάτι του ανθρώπινου εγκεφάλου. Νευροανατομικές παρατηρήσεις των Snell & Stratton έδειξαν οτι οι κοχλιακοί πυρήνες (cochlear nuclei), σημαντικός σταθμός στην διαδρομή του ακουστικού νεύρου στο επίπεδο γέφυρας-στελέχους, γειτονεύουν με σημαντικούς αυτόνομους πυρήνες (dorsal motor nucleus, vagal nucleus, nucleus ambiguous) που αποτελούν κέντρα ρύθμισης αναπνοής και κυκλοφορίας [11]. Πιθανά λοιπόν με τον μηχανισμό φαινομένου συντονισμού δηλ. παράλληλης διέγερσης γειτονικών νευρώνων εξηγείται η αύξηση της συχνότητας της αναπνοής και του καρδιακού παλμού κατα την ακρόαση ενός γρήγορου μουσικού tempo και αντίθετα την ελάττωση της καρδιακής και της αναπνευστικής συχνότητας κατά την ακρόαση ενός αργού tempo. Αυτή η πρωταρχική επίδραση της μουσικής, μέσω του ρυθμού (δηλ. του beat) συμβαίνει χωρίς τον έλεγχο της συνείδησης και αφορά όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα απο φυλή και καταγωγή είναι δηλ. διαχρονικό και διαπολιτισμικό χαρακτηριστικό. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η κατανόηση απο τον εγκέφαλο της διαδοχής των τόνων και της μουσικής αρχιτεκτονικής απαιτεί την συμμετοχή υψηλής εξειδίκευσης ανώτερων κέντρων στο επίπεδο του φλοιού (cortex), όπου εδώ η λειτουργία αυτή είναι συνειδητή (δηλ. στο σημείο αυτό χρησιμοποιείται η «ακουστική παιδεία» που ο καθένας έχει αποκτήσει). Μέ βάση την παραπάνω επιστημονική εξήγηση φαίνεται να ευσταθεί απόλυτα ο όρος «νοιώσε τον ρυθμό» (feel the beat) γιατί όλοι οι άνθρωποι μπορούν να νοιώσουν τον ρυθμό, αντίθετα δεν μοιάζει να υπάρχει ενιαία λογική στον όρο πχ νοιώσε την μελωδία διότι λόγω διαφορετικής κουλτούρας-παιδείας η αντίληψη της μελωδικής/αρμονικής γραμμής διαφέρει απο άτομο σε άτομο. Στον πίνακα-4 φαίνονται οι αναλογίες και αλληλεπιδράσεις φυσιολογίας, μουσικής, κλινικής ιατρικής και μαθηματικών με κοινό στοιχείο την ρυθμικότητα. Πίνακας-4. Basis of Music Physiology and Music Medicine Physiology Music Clinical Medicine Anxioalgolytic music Biorhythms-chronobiology Rhythm stimulus Biological time structure Musical time structure Rhythmicity-variability Rhythmicity Non-linear dynamics Non-linear process Music physiology Music medicine O πίνακας-4 προέρχεται απο την εργασία του R.Spintge, Music Medicine: Applications, Standards and Definitions, 7th International Symposium of Music in Medicine (1998), Australia Αποκαλυπτική έρευνα πού έγινε στο τμήμα Cognitive Neuroscience του πανεπιστημίου McGill στο Montreal, Canada, με την βοήθεια Positron Emission Tomography (PET SCAN), έδειξε ότι γλωσσικά και μουσικά ερεθίσματα μπορεί να ακολουθούν διαφορετικές οδούς νευρωνικής αγωγής στον ανθρώπινο εγκέφαλο, έτσι ώστε μετά από σοβαρά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια πολλοί ασθενείς διατηρούν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται μουσικά κομμάτια και να τραγουδούν ενώ έχουν χάσει την ικανότητα του λόγου (αφασία αλλά όχι αμουσία). Ακόμη με την βοήθεια του PET SCAN και της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI) έχουν αποκρυπτογραφηθεί εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με το αίσθημα ευχάριστο-δυσάρεστο κατά την ακρόαση μουσικής και οι σχέσεις τους με την ακρόαση σύμφωνων-διάφωνων μουσικών διαστήματων [12,13]. Πρόσφατες μελέτες στο αντικείμενο της αναισθησιολογίας έδειξαν οτι η μουσική ακρόαση μπορεί μερικά να υποκαταστήσει αναισθητικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά την διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων και έτσι φαίνεται οτι η μουσική αναλαμβάνει σύγχρονο ρόλο και στην αντιμετώπιση του πόνου [14]. Ακόμη μια πρόσφατη νευροχημική προσέγγιση από τους Stefano et al [15] στο State University of New York College at Old Westbury έδειξε οτι οτι η κλινικά μετρήσιμη επίδραση της μουσικής ακρόασης σε παράγοντες όπως πχ η αρτηριακή πίεση σχετίζεται και με μοριακές μεταβολές που αφορούν οπιοειδή (opiates) και κυτοκίνες (cytokine processes). Σχετικά πρόσφατες μελέτες νευρο-επιστημόνων απέδειξαν ότι η ακρόαση της σονάτας Κ.448 για δύο πιάνα του W. A. Mozart βελτιώνει την ικανότητα επεξεργασίας μαθηματικών η άλλων προβλημάτων που σχετίζονται με ανώτερες γνωστικές λειτουργίες (spatial-temporal reasoning) [16,17]. Η παρατήρηση αυτή μαζί με επόμενες παρατηρήσεις που έδειξαν οτι η ακρόαση της ίδιας σονάτας του Mozart μπορεί να είναι ευεργετική και σε καταστολή ή μείωση της συχνότητας επιληπτικών κρίσεων οδήγησαν την επιστημονική έρευνα σε μιά έκρηξη δημοσιεύσεων με αντικείμενο την κλινική αξία του περίφημου “Mozart Effect” [18,19]. Το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για το “Mozart Effect” κορυφώθηκε πολύ πρόσφατα μετά την πρωτοποριακή δημοσίευση των Aoun P et al [20] η οποία συμπεραίνει ότι η επίδραση της μουσικής του Mozart στον εγκέφαλο αφορά γενικώτερα τα θηλαστικά και όχι μόνο τον άνθρωπο. Μουσικοθεραπεία και καρδιά Σημαντικές μελέτες έχουν δείξει την ευεργετική επίδραση της μουσικής ακρόασης (music medicine) σε επίπεδο στεφανιαίας μονάδας η μετά απο επέμβαση επαναιμάτωσης. Κατάλληλα επιλεγμένη μουσική, μέσω της χαλάρωσης που προκαλεί, μπορεί να μειώνει τον αναπνευστικό ρυθμό, την καρδιακή συχνότητα και την αρτηριακή πίεση [21-24]. Εχει αποδειχθεί οτι η μείωση της καρδιακής συχνότητας και της αρτηριακής πίεσης σχετίζεται με ελάττωση των επιπέδων νευρο-ορμονών που σχετίζονται με το stress όπως η νορ-επινεφρίνη, κορτιζόλη και ACTH αλλά φαίνεται οτι η χαλάρωση μέσω μουσικής μπορεί να επιδρά ακόμη και στα επίπεδα στο αίμα της αυξητικής ορμόνης (GH) και της β-ενδορφίνης [25-26]. Στίς παραπάνω μελέτες οι ασθενείς εκτέθηκαν σε μουσική ακρόαση μέσω φορητών CD-players/tape recorders που είχαν συνδεθεί με ακουστικά. Η ακρόαση μουσικής σε επίπεδο στεφανιαίας μονάδας ελαττώνει σημαντικά τον βαθμό του άγχους /stress όπως μετρείται υποκειμενικά μέσω απαντήσεων των ασθενών σε ψυχομετρικά ερωτηματολόγια (state anxiety scores) [24]. Στήν Α΄ Καρδιολογική Κλινική του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου (ΩΚΚ) έχει αρχίσει την τελευταία δεκαετία μια συστηματική μελέτη των επιδράσεων της μουσικής ακρόασης σε διαφορετικές ομάδες ασθενών που περιλαμβάνουν και ασθενείς που νοσηλεύονται στην στεφανιαία μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και την καρδιοχειρουργική ΜΕΘ. Oι ασθενείς εκτίθενται σε ακρόαση κατάλληλα επιλεγμένης μουσικής (relaxation & soothing music) μέσω κεντρικής εγκατάστασης CD-player που αναμεταδίδει την μουσική σε κάθε κλίνη της ΜΕΘ με ακουστικά. Οι ασθενείς συμπληρώνουν πριν και μετά την ακρόαση μουσικής έντυπο το οποίο περιλαμβάνει ψυχομετρικό ερωτηματολόγιο, βαθμολόγηση του stress σε κλίμακες οπτικής αναλογίας (VAS) και επίσης υποβάλονται σε αναίμακτες αιμοδυναμικές μετρήσεις. Η πλειοψηφία των ασθενών συμφωνεί οτι η μουσική σε χώρους όπως η στεφανιαία και καρδιοχειρουργική ΜΕΘ, το αιμοδυναμικό και ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο μειώνει σημαντικά την αίσθηση του stress κατά τη διάρκεια της νοσηλείας η παρεμβάσεων [27]. Επίσης στο ΩΚΚ μελετήθηκε η επίδραση της ακρόασης μουσικής πριν και κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας κόπωσης σε κυλιόμενο τάπητα και βρέθηκε οτι η έκθεση ασθενών σε χαλαρωτική μουσική μπορεί να μειώνει την καρδιακή συχνότητα έναρξης της δοκιμασίας, να βελτιώνει την ανοχή στην άσκηση και να οδηγεί σε ταχύτερους ρυθμούς πτώσης της καρδιακής συχνότητας και της αρτηριακής πίεσης κατά την φάση ανάνηψης. Επίσης η ακρόαση μουσικής κατά την άσκηση φαίνεται οτι μειώνει σημαντικά το αίσθημα του stress και αυξάνει το βαθμό θετικής σκέψης και αρνητικών αισθημάτων γεγονός το οποίο βελτιώνει την ικανότητα για άσκηση. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από κλινικές μελέτες που έγιναν στο Ωνάσειο με βάση πληροφορίες που προέρχονται απο την ανάλυση απαντήσεων ασθενών σε ερωτηματολόγια κλίμακας οπτικής αναλογίας (visual analogue scales) η το ερωτηματολόγιο εκτίμησης του stress κατά Spielberger βλ. Dritsas et al [28, 29] . Οι Szmedra et al [30] και Copeland et al [31] επίσης έδειξαν οτι η ακρόαση ήπιας (soft) μουσικής κατά την άσκηση βελτιώνει υποκειμενικά αλλά και αντικειμενικά την ανοχή στην άσκηση όπως αυτό εκφράζεται μέσω της αργότερης εμφάνισης της αιχμής (peak) του γαλακτικού οξέος και της νορ-επινεφρίνης στο πλάσμα σε άτομα που ασκούνται με μουσική σε σχέση με ομάδα ελέγχου. Oι Dritsas et al [32a, 32b], σε μελέτη που έγινε στο Ωνάσειο Καρδ. Κέντρο, έδειξαν οτι η ακρόαση χαλαρωτικής μουσικής κατά την διάρκεια της δοκιμασίας ανάκλισης (tilt testing) σε ασθενείς με βαρύ ιστορικό συγκοπτικών επεισοδίων τα οποία οφείλονται σε νευρο-καρδιογενή συγκοπή (neurocardiogenic syncope) μπορεί να αναστείλει την εκδήλωση συγκοπτικού επεισοδίου [33]. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις οτι η συστηματική εφαρμογή της μουσικής ώς φάρμακο (music medicine) θα μπορούσε να αποτελέσει συμπληρωματική μορφή αγωγής κατά την νοσηλεία στεφανιαίων ασθενών μια που η μουσική με πολύ χαμηλό κόστος, αναίμακτα και χωρίς παρενέργειες επιτυγχάνει να μειώσει την καρδιακή συχνότητα και την αρτηριακή πίεση-ένα επιθυμητό στόχο τον οποίο συνήθως επιτυγχάνει η κλασσική καρδιολογία με την χορήγηση φαρμάκων (πχ β-αδρενεργικών αναστολέων). Βέβαια για την εξαγωγή περισσότερο αξιόπιστων συμπερασμάτων θα απαιτηθούν μεγάλες κλινικές μελέτες κατά τις οποίες πρέπει να συγκριθεί η ακρόαση μουσικής με την χορήγηση φαρμάκων με στόχο όχι μόνο την μέτρηση αιμοδυναμικών δεικτών αλλά και των κλινικών συμβαμάτων (end-points) στις δύο ομάδες. Επίσης η μουσικοθεραπεία (music therapy & music medicine) θα μπορούσε να ενταχθεί ουσιαστικά στα προγράμματα αποκατάστασης καρδιοπαθών με βάση αφενός την αξία της να βελτιώνει την ανοχή στην άσκηση αφετέρου την δυνατότητα να ελαττώνει την αίσθηση του stress. Δημιουργικότητα, υγεία και η ζωή μας ως μουσικό έργο Η δημιουργικότητα στον άνθρωπο σχετίζεται με την υγεία και όταν ο άνθρωπος σταματήσει να είναι δημιουργικός τότε έχει πιθανότητες να χάσει και την υγεία του. Αυτή είναι η βασική αρχή των θεραπειών μέσω μουσικής αλλά και της θεραπείας μέσω τέχνης γενικώτερα δηλ. να καταφέρει ο άνθρωπος να επαναφέρει στη ζωή του την πρωτογενή «δημιουργική παιδικότητα» και το στοιχείο του παιχνιδιού, έτσι ώστε να βρεί πάλι το αρχέγονο «μουσικό παιδί» το οποίο είναι βαθειά κρυμμένο σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα απο την μουσική τους παιδεία. Και βέβαια η ζωή η ίδια, με τις πολλές απρόσμενες αλλαγές της, μοιάζει με ένα κομμάτι μουσικής jazz. Οπως και στη μουσική jazz έτσι και στη ζωή μαθαίνουμε να αυτοσχεδιάζουμε για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε σε δύσκολες συνθήκες. Ο αυτοσχεδιασμός κάτω απο καθοδήγηση κάποιου έμπειρου θεραπευτή είναι μια βασική τεχνική στην δημιουργική μουσικοθεραπεία και βρίσκει πολλές εφαρμογές για παράδειγμα στην αντιμετώπιση των ασθενών με καρκίνο και ογκολογικά προβλήματα. Εκεί όπου η ζωή απειλείται στο σωματικό επίπεδο καλείται ο θεραπευτής να ενισχύσει τη θετική σκέψη και την πεποίθηση για ζωή σε ένα άλλο δημιουργικό ψυχο-πνευματικό επίπεδο. Η ύπαρξή μας εξάλλου συντελείται σε ένα ενιαίο θέμα παρότι εμείς διακρίνουμε για λόγους κατανόησης το σωματικό (body) και το μη-σωματικό (mind) η ψυχο-πνευματικό επίπεδο. Στην ουσία τα δύο αυτά επίπεδα λειτουργούν στον άνθρωπο ως συγκοινωνούντα δοχεία. Έτσι ένας διακεκριμένος σήμερα μουσικοθεραπευτής, ο David Aldridge, στο βιβλίο του με τίτλο Spirituality, Healing and Medicine (ελληνική απόδοση ως Πνευματικότητα, Θεραπεία και Υγεία) ισχυρίζεται ότι για τη διατήρηση της υγείας του ατόμου θα πρέπει να ισχύει η λατινική έκφραση ARGO ERGO SUM η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως δημιουργώ άρα υπάρχω και συνεχίζω να ζω σε αντιπαράθεση με το καρτεσιανό στερεότυπο COGITO ERGO SUM δηλ. το σκέπτομαι άρα υπάρχω. Η καρτεσιανή άποψη είναι υπαίτια για την αφύσικη διαίρεση ψυχής και σώματος και έχει αποτελέσει πρόβλημα στην ολιστική αντιμετώπιση πολλών κατηγοριών ασθενών στη σύγχρονη ιατρική. Οι θεραπείες μέσω τέχνης δεν καταργούν ούτε υποκαθιστούν την κλασσική ιατρική αντιμετώπιση αλλά συμπληρώνουν την τρέχουσα ιατρική πράξη και χαρακτηρίζονται από την αντιμετώπιση του ασθενή ως προσώπου συνολικά και όχι ως «νοσήματος» μόνο. Συμπερασματικά, τα πορίσματα εμπεριστατωμένης και πρόσφατης έρευνας μας δείχνουν οτι μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη μουσική σαν συμπληρωματικό θεραπευτικό μέσο (complementary treatment) παράλληλα με την κλασσική ιατρική. Με τη μουσική μπορούμε να προστατεύσουμε την ψυχοσωματική μας υγεία και να διατηρήσουμε εύρρυθμη εγκεφαλική λειτουργία, όπως με την υγιεινή διατροφή και την σωματική άσκηση ελαττώνουμε την πιθανότητα καρδιαγγειακών επεισοδίων. Το αρχαίο ιδεώδες που απαιτούσε τη συμμετοχή της μουσικής στον κορμό της παιδείας δικαιώνεται στον 21ο αιώνα με βάση τα ευρήματα της γνωστικής νευροψυχολογίας και της απεικονιστικής τεχνολογίας. Ετσι ο Πλάτων αποδεικνύεται προφήτης αφού στον Τίμαιο, το επιστημονικώτερο ίσως έργο του [34], καθορίζει με ακριβή τρόπο το νόημα της μουσικής: H αρμονία της μουσικής μας δόθηκε απο τούς θεούς όχι με στόχο την αλόγιστη ηδονή αλλά με σκοπό να επιβάλλουμε τάξη στις ταραγμένες κινήσεις της ψυχής μας και να τις κάνουμε να μοιάζουν στο θείο πρότυπο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1-Dileo-Maranto C. A classification model for music and medicine. In Dileo-Maranto C, Applications of Music in Medicine (1991), Washington DC, AMTA 2-Dileo C. Music therapy & Medicine: theoretical and clinical applications, eds. American Music therapy Association (1999). 3-Hepper PG,et al. Development of fetal hearing. Archives of Disease in Childhood 1994;71:F81-87. 4-Righetti PL. The emotional experience of the fetus: a preliminary report. Pre-and Perinatal Psychology Journal 1996;11:55-65. 5-Devlin B, Daniels M, Roeder K. The heritability of IQ. Nature 1997;388:468-471. 6-Schwartz FJ. Perinatal stress reduction, music and medical cost savings. Journal of Prenatal and Perinatal Psychology and Health 1997:12:19-29. 7-Schwartz FJ, Ritchie R. Music listening in neonatal intensive care units. In Music therapy and medicine, theoretical and clinical applications pp 13-23, Eds Dileo C, American Music Therapy Association, 1999. 8-Caine J. The effects of music on the selected stress behaviors, weight,caloric and formula intake and length of hospital stay of premature and low birth weight neonates in a newborn intensive care unit. Journal of Music Therapy 1991;28:88-100. 9-Coleman JM, Pratt RR, Stoddar RA, et al. The effect of female and male singing and speaking voices on selected physiologic and behavioral measures of premature infants in the intensive care unit. International Journal of Arts in Medicine 1997;5(8):4-11 10-Standley JM. The effects of music and multimodal stimulation on physiologic and developmental responses of premature infants in neonatal intensive care. Proceedings of Vth International Society of Music in Medicine symposium, 1996, San Antonio, Texas. 11-Scarteli JP. A rationale for subcortical involvement in human response to music. In Applications of Music in Medicine, Ed, Cheryl Dileo-Maranto, 1991, AMTA, USA. 12-Peretz I. Dissociations between music and language function after cerebral resection: A new case of amusia without aphasia. Can J Exp Psychol 1997;51:354-68. 13-Blood A, et al. Emotional responses to pleasant and unpleasant music correlate with activity in paralimbic brain regions. A PET scan study. Nature Neuroscience 1999;2:382-387. 14-Ζhang XW, Manyande A, Tian YK, Yin P. Effects of music on target-controlled infusion of propofol requirements during combined spinal-epidural anaesthesia. Anaesthesia 2005;60:990-4. 15-Stefano GB, Zhu W, Cadet P, Salamon E, Mantione KJ. Music alters constitutively expressed opiate and cytokine processes in listeners. Med Sci Monit 2004;10: MS18-27 16-Rausher FH, Shaw GL, Ky KN. Listening to Mozart enhances spatial-temporal reasoning: towards a neurophysiological basis.Neuroscience Letters 1995;185:44-47 17-Fudin R, Lembessis E. The Mozart Effect:questions about the seminal findings of Rausher, Shaw and colleagues. Percep Mot Skills 2004;98:389-405. 18-Hughes JR, Daaboul Y, Fino JJ, Shaw GL. The Mozart effect on epileptiform activity. Clin Electroencephalogr 1998;29:109-119. 19-Jausovec N, Habe K. The Mozart effect: an electroencephalographic analysis employing the methods of induced event-related desynchronization/synchronization and event related coherence. Brain Topogr 2003;16:73-84. 20-Aoun P, Shaw JT, Bodner M. Long-term enhancement of maze learning in mice via a generalized Mozart effect. Neurol Res 2005;27:791-6. 21-Barnanson S, Nieveen J. The effects of music interventions on anxiety in the patient after coronary artery by-pass grafting. Heart Lung 1995;24:124-132. 22-Byers JF. Effect of music intervention on noise annoyance, heart rate and blood pressure in cardiac surgery patients. Am J Crit Care 1997;6:183-191. 23-Elliot D. The effect of music and muscle relaxation on patient anxiety in coronary care unit. Heart Lung 1994;23:27-35. 24-Hammel WJ. The effects of music intervention on anxiety in the patient waiting for cardiac catheterization. Intensive and Critical Care Nursing 2001;17:279-285. 25-McKinney, Antoni MH, Kumar M, et al. Effects of guided imagery and music therapy on mood and cortizol in healthy adults. Health Psychol 1997;16:390-400. 26-McKinney C, Tims FC, Kumar AM, et al. The effect of selected classical music and spontaneous imagery on plasma b-endorphin. J Behav Med 1997;20:85-99. 27-Dritsas A. Effects of music on hemodynamic and neuroendocrine parameters in cardiac patients. Proceedings of the Onassis Cardiac Surgery Center, 2nd International Meeting, Athens, December, 2000. 28-Dritsas A, Kalogirou A, Cokkinos DV. The effects of music on exercise performance in cardiac patients: A clinical implication of brain-heart interaction. Proceedings of the Spring Annual Meeting, Working Group of Exercise Physiology and Cardiac Rehabilitation, Bergen, Norway, 3-5 May, 2001. 29-Dritsas A, Pothulaki M, MacDonald RAR, Flowers P, Cokkinos DV. Effects of music listening on anxiety and mood profile in patients undergoing exercise testing. European Journal of Cardiovascular Prevention and Rehabilitation 2006; 13: (suppl 1): S76. 30-Szmedra L, Bacharach DW. Effect of music on perceived exertion, plasma lactate, norepinephrine and cardiovascular hemodynamics during treadmill running. Int J Sports Med 1998;19:32-7 31-Copeland BL, Franks BD. Effects of types and intensities of background music on treadmill endurance. J Sport Med Phys Fitness 1991;31:100-3. 32a-Dritsas A, Leftheriotis D, Karabela G et al. The effect of relaxing music on the stress dimension and the response to tilt-test in vasovagal patients. Eur Heart J 2004;25 (suppl): 574: P3391 32b-Kostopoulou A, Dritsas A, Theodorakis GN et al. Effect of music listening during head up tilt in neurocardiogenic syncope. Eur Heart J 2006;27(suppl):186. 33-Dritsas A. Music Intervention: A complementary tool to modern cardiac care. A chapter in book: Receptive Music Therapy, edited by Ioan-Bradu Iamandescu, Editions Andrei Saguna (2011). 34-Πλάτων, Τίμαιος, Εκδόσεις Πόλις, 1997, Σχόλια-μτφρ Βασίλης Κάλφας. Συγγραφέας: Αθανάσιος Δρίτσας Πηγή: .iator.gr 29 Δεκεμβρίου, 2012 — vatopaidifriend5

Tuesday, December 11, 2012

Η διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων Μέρος Β


Τα κρασιά Το κρασί ήταν κάτι το απαραίτητο στα γεύματα των αρχαίων και βέβαια στα συμπόσια, όπου έρεε άφθονο. Όμως δεν έπιναν το κρασί όπως εμείς, αλλά νερωμένο, όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό, αφού απέφευγαν να το πίνουν, όπως φαίνεται, ανέρωτο (άκρατος οίνος, όπως το έλεγαν). Βέβαια, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το κρασί αφού τους ήταν πολύ αγαπητό και δεν έπρεπε να γίνει κανένα απολύτως λάθος.
Η αναλογία λοιπόν με το νερό ήταν, συνήθως, στο μισό ή τρία μέρη νερό και δύο κρασί. Το νερό, ανάλογα με την εποχή, ήταν χλιαρό ή κρύο. Μερικές φορές έριχναν μέσα και παγάκια, που τα έφερναν από τα βουνά και τα διατηρούσανε μέσα σε άχυρα. Βέβαια, το παγωμένο κρασί ήταν μια πολυτέλεια. Τα δροσερά πηγάδια, έτσι, ήταν σχεδόν απαραίτητα αφού χρησίμευαν, φυσικά, για ψυγεία και τα καλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν και χιόνι για να παγώνει, όχι μόνο το κρασί αλλά και το νερό. Οι αρχαίοι, ακόμη, έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνη. Ένα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν «τρίμα». Ακόμη, έφτιαχναν το κρασί με διαφορετικούς τρόπους, από τους σημερινούς, γεγονός που δείχνει πόσο εξελίχθηκε με τα χρόνια η παρασκευή του κρασιού. Ο τρύγος λοιπόν γινόταν με συνοδεία αυλού που ρύθμιζε τις κινήσεις κι ήταν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα πολυήμερο πανηγύρι. Τα σταφύλια τα έβαζαν σε μέρος που να τα βλέπει καλά ο ήλιος, για να φύγει το νερό που είχαν μέσα τους. Ύστερα τα πατούσαν, πάλι με χορούς και τραγούδια, κι άφηναν το μούστο να βράσει πέντε μέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος. Κατόπιν μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, κι αποθήκευαν το μούστο σε πιθάρια που, πολλές φορές, τα έβαζαν μέσα στη γη. Τα σκέπαζαν και περίμεναν να μπει για καλά ο χειμώνας, για να τ’ ανοίξουν. Αρκετοί πάντως είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι την άνοιξη, οπότε το κρασί ψηνόταν καλύτερα. Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αφιερώσει στίχους και σ’ αυτόν. Οι Αθηναίοι πάντως φρόντιζαν ν’ ανοίγουν τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, και ο κάθε νοικοκύρης, με το πρώτο κιόλας ποτήρι, έκανε σπονδή στο Διόνυσο, τον αγαπητό τους θεό, του κρασιού. Ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής του κρασιού. Για να διατηρήσουν το μούστο, όμως, όλοι έριχναν μέσα και νερό αλατισμένο, όπως και διάφορα αρώματα. Και πολλές φορές έψηναν το μούστο σε σιγανή φωτιά. Στη ρόδο και στην Κω όμως έβαζαν μέσα στο μούστο θαλασσινό νερό, γιατί πίστευαν ότι το κρασί που θα γίνει μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα φέρει εύκολα τη μέθη και θα είναι πιο εύκολο στη χώνεψη. Η μέθοδος αυτή έγινε αιτία να υποστηριχθεί, από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, ότι, κατά το μύθο «φυγή του Διονύσου» στη θάλασσα σήμαινε κι ένα τρόπο οινοποιίας, που ήταν γνωστός από παλιά. Δηλαδή, η ανάμειξη του γλεύκους (μούστου), που εκπροσωπείται από το θεό Διόνυσο ή Βάκχο, με το θαλασσινό νερό. Πολλοί μάλιστα -όπως ο Όμηρος- επαινούν και το κρασί του Μάρωνος από τη Θράκη γιατί βάζουν μέσα πολύ νερό. Στην αρχαία Ελλάδα όμως τα γνωστότερα είδη κρασιού ήταν τέσσερα. Το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο. Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο, αρκετά χωνευτικό και διουρητικό, το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, που συνήθως είχαν γλυκιά γεύση, ήταν και τα πιο περιζήτητα. Φυσικά τα παλιά κρασιά ήταν και τα καλύτερα, όπως άλλωστε και σήμερα. Γενικά πάντως πιστεύανε ότι όσο πιο παλιό είναι ένα κρασί τόσο πιο χωνευτικό και πιο ελαφρύ είναι. Η αγάπη των αρχαίων για το κρασί ήταν μεγάλη, έτσι φρόντιζαν να υπάρχει τις περισσότερες φορές στο τραπέζι τους. Συγκεκριμένα πριν από το δείπνο ή το γεύμα, οι αρχαίοι ανακάτευαν το κρασί με το νερό σ’ ένα μεγάλο αγγείο, τον κρατήρα. Και οι δούλοι έπαιρναν το κρασί απ’ τον κρατήρα με μακριές κουτάλες, πήλινες, ξύλινες ή μεταλλικές, αλλά και με μια κανάτα μπορούσαν να γεμίσουν τα κύπελλα ή ποτήρια των καλεσμένων σε ένα τραπέζι. Το κρασί αφού ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους χρησίμευε βέβαια και για τις σπουδές, στις διάφορες θρησκευτικές τελετές. Μερικές φορές όμως η λατρεία ορισμένων θεοτήτων απέκλειε το κρασί, οπότε οι σχετικές σπουδές γίνονταν ακόμη και με γάλα! Είχαν όπως φαίνεται και τις προλήψεις τους όταν έπιναν ή χρησιμοποιούσαν το κρασί. Το γεγονός όμως ότι οι Έλληνες αγαπούσαν τόσο πολύ το κρασί εξηγεί το λόγο για τον οποίο υπήρχαν τόσοι σπουδαίοι κρασότοποι στην Ελλάδα. Το χιώτικο κρασί, παράδειγμα, που τ’ ονόμαζαν «αριούσιο», ήταν από τα ακριβότερα κρασιά στο εμπόριο και είχε μεγάλη φήμη. Όπως και το κρασί της Λέσβου που θεωρείται πολύ καλό. Καλά κρασιά ήταν ακόμη, τα κρασιά της Μυτιλήνης που οι Μυτιληναίοι τους έδιναν γλυκιά γεύση και τα ονόμαζαν πρόδρομα (τα πρώιμα) και πρότροπα (από απάτητα σταφύλια). Πασίγνωστα ήταν ακόμη τα κρασιά της Μένδης (παραλία πόλης της δυτικής ακτής της χερσονήσου Παλλήνης) όπου ράντιζαν τα σταφύλια, πάνω στα κλήματα, με το ελατήριο ή καθάρσιο (χυμός από άγρια αγγούρια) για να βγει μαλακό το κρασί. Και τέλος σε σπουδαία ζήτηση ήταν το κρασί της Ικαρίας που λεγόταν πράμνιο και δεν ήταν ούτε γλυκό, ούτε παχύ, αλλά στυφό και άγριο, με ιδιαίτερα εξαιρετική οσμή. Τα κορινθιακά κρασιά αντίθετα όμως δεν ήταν σε ζήτηση γιατί όπως έλεγαν ήταν κρασιά βασανιστήρια και παράξενα. Καλή φήμη δεν είχε όμως και το κρασί που φτιαχνόταν στα περίχωρα της Κερυνίας της Αχαΐας, αφού δημιουργούσε προβλήματα στις εγκύους. Αλλά και για το κρασί της Θάσου λεγόταν πως καταπολεμούσε την αϋπνία, αλλά έφερνε και ύπνο! Παρόλα αυτά τα καλύτερα κρασιά όπως υποστήριζαν και οι Ρωμαίοι ήταν τα ελληνικά, και από τα πιο περίφημα, του κυρίως ελληνικού χώρου, ήταν της Πεπαρήθου (Σκοπέλου), της Νάξου, της Λήμνου, της Ακάνθου (Θράκης), της Ρόδου και, από τα μικρασιατικά, της Μιλήτου. Εκτός της κυρίως Ελλάδας ξεχώριζαν ακόμη το «χαλυβώνιο» κρασί της Δαμασκού, με κύριο προμηθευτή τη βασιλική αυλή της Περσίας, καθώς και τα φοινικικά κρασιά. Περίεργο πάντως είναι το γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν ή απέφευγαν το ζύθο, το εθνικό ποτό των Αιγυπτίων, που γινόταν από κριθάρι ή σίκαλη και από χουρμάδες, παρά τις τόσες συναλλαγές που είχαν. Πάντως, η αρχαία Ελλάδα όπως φαίνεται είχε μεγάλη ποικιλία κρασιών, έτσι, επόμενο ήταν τα κρασιά να παίρνουν μια από τις πρώτες θέσεις στις αγορές του αρχαίου κόσμου. Η μεγάλη αυτή ποικιλία κρασιών οδήγησε πρώτα τους Έλληνες και στη συνέχεια τους Ρωμαίους να ιδρύσουν τα «εμπορεία», όπου μπορούσε κανείς ν’ ανταλλάξει σκλάβους με τα καλύτερα κρασιά. Πολλές περιοχές που είχαν άφθονα κρασιά φρόντιζαν για την εξαγωγή τους. Όσα κρασιά ήταν να περάσουν στο εμπόριο φυλάγονταν μέσα σε μεγάλα και κατάλληλα πιθάρια, ενώ τα σπιτικά κρασιά ή όσα πήγαιναν στην κοντινή αγορά τα έβαζαν σε ασκούς από χοιρινά ή κατσικίσια δέρματα. Τα πιθάρια είχαν πάνω τους και μία ειδική σφραγίδα με τ’ όνομα του εμπόρου καθώς και των τοπικών αρχόντων της περιοχής. Η εισαγωγή και η εξαγωγή όμως των κρασιών ήταν κανονισμένες, κυρίως στο νησί Θάσο, με ειδικούς νόμους που τιμωρούσαν τις απάτες και νοθείες, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πραγματικό «προστατευτισμό». Μέσα από όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως το κρασί αντιπροσώπευε τους αρχαίους Έλληνες και αυτοί το λάτρευαν αφού ήταν απαραίτητο για τη ζωή τους.
Το κυνήγι Το κυνήγι, κυρίως με τα τόξα, το αγαπούσαν όλοι οι... πολεμιστές, αφού ήταν άφθονο στην αρχαία εποχή και υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις όπου δεν πατούσε ανθρώπινο πόδι. Τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως μικρά πιτσούνια και τυφλωμένα περιστεράκια! Οι αρχαίοι έτρωγαν όχι μόνο τα περιστέρια αλλά όλα τα πετούμενα, ακόμη και τα μικρά σπουργίτια, εκτός απ’ τα κοράκια, με το σκληρό και στυφό κρέας τους. Απέφευγαν όμως να τρώνε και τα ορτύκια, αφού τα φυλάγανε για τις αξιολάτρευτες ορτυκομαχίες τους μια και το χρήμα είχε και αυτό την τιμητική του θέση στην κοινωνία.
Τα προϊόντα του κυνηγιού ήταν ακόμη, κυρίως, τσίχλες, συκοφάγοι, κοτσύφια, πέρδικες, ψαρόνια, αγριόπαπιες, χήνες κ.λ.π. Αλλά από τα πιο ζηλευτά θηράματα ήταν οι αγριόχοιροι, τα ελάφια και τα ζαρκάδια, που ζούσαν τότε σ’ όλα τα ελληνικά βουνά. Τέλος, τα αγαθά του κυνηγιού θεωρούνταν βέβαια από τους αρχαίους ως τα πιο νόστιμα. Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων όπως φαίνεται ήταν πλήρης αν αναλογιστούμε τις τροφές που υπήρχαν τότε. Και οι Έλληνες δείχνουν να ήταν περισσότερο καλοφαγάδες παρά λιτοδίαιτοι, αφού στα συμπόσια τους τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, τα τραπέζια ήταν γεμάτα από πλήθος διαφόρων τροφών, και γευμάτων. Εξάλλου, οι αρχαίοι έλεγαν πως ένα υγιές και καλό μυαλό πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα υγιές σώμα. Δηλαδή όσο σημαντικό θεωρούσαν την πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, τόσο σημαντικό θεωρούσαν και την καλή και σωστή διατροφή του. Η εργασία αυτή με βοήθησε αρκετά να μάθω περισσότερα απ’ όσα γνώριζα για το διαιτολόγιο των προγόνων μας. Ήταν για μένα αρκετά σημαντική αφού μου πρόσφερε αρκετές πληροφορίες και γνώσεις για τη ζωή, γενικά, των αρχαίων Ελλήνων. Και, πραγματικά, γνώρισα καλύτερα όχι μόνο τις διατροφικές επιλογές των αρχαίων Ελλήνων αλλά και τον τρόπο ζωής τους, γιατί πιστεύω πως μέσα από τη διατροφή κάποιου λαού μπορείς να καταλάβεις, λιγότερο ή περισσότερο, και τις καθημερινές του συνήθειες. Της Αμαλίας Κ Ηλιάδη http://www.ftiaxno.gr

Η διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων Μέρος Α


Αν καλούσαμε στις μέρες μας σ’ ένα γεύμα κάποιους αρχαίους Έλληνες όπως τον Ηρόδοτο, τον Ηρακλή ή τον Αριστοφάνη, σίγουρα θα τους τρομάζαμε με τον πλούτο και την ποικιλία των εδεσμάτων που θα τους προσφέραμε. Εξαιτίας του ότι δεκάδες από τις σημερινές τροφές ήταν εντελώς άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες, όπως η πατάτα... λ.χ. από τα βασικότερα είδη της σημερινής διατροφής έγινε γνωστή στους Ευρωπαίους το 1530 και οι Έλληνες γεύτηκαν τη νοστιμιά της 300 χρόνια αργότερα, το 1832. Άγνωστα επίσης ήταν στους προγόνους μας και γενικά στους Μεσογειακούς λαούς, το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες και τα ζαρζαβατικά (μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες) τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, το κακάο και διάφορα μπαχαρικά, τα ποικίλα ποτά, ακόμη και το ούζο- αφού φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης- τα ζυμαρικά, και ένα πλήθος από διάφορα αγαθά, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές μας. Αλλά, παρ’ όλες τις ελλείψεις τόσων βασικών αγαθών, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν καλοφαγάδες. Στα συμπόσιά τους τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρεε άφθονο. Σ’ ένα πλούσιο δείπνο (περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα) μπορούσε κανείς να δει τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, «αίθοπα οίνο» από τη Χίο και τη Λέσβο, θαλασσινά από τις πλούσιες ακτές της Εύβοιας, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό της Συρίας, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, φάβα ή ζωμό από μπιζέλια, τηγανίτες βουτηγμένες στο λάδι και γαρνιρισμένες με μέλι, τυρί αλογίσιο, που έτρωγαν μόνο οι «πολεμοχαρείς», βραστούς βολβούς, ραπάνια για να φεύγει το μεθύσι και βέβαια τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα». Όλα αυτά τα εδέσματα της Αρχαίας Ελλάδας και ο «τρόπος» διατροφής των αρχαίων Ελλήνων προσελκύουν αρκετούς ανθρώπους της εποχής μας να αναζητούν λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Λιτοδίαιτοι και Καλοφαγάδες Αν και υπήρχαν κάποιοι Έλληνες που στα συμπόσιά τους και γενικότερα η τροφή τους αποτελούνταν από ποικίλα εδέσματα, η Αθήνα και γενικότερα η Αρχαία Ελλάδα αντιμετώπιζε πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα: την φτώχεια, η οποία είχε γίνει παντοτινός σύντροφος των Αρχαίων Ελλήνων. Το άγονο έδαφος της Ελλάδας, η δυσκολία στις συγκοινωνίες και βέβαια οι πολύχρονοι πόλεμοι είχαν όπως ήταν φυσικό μεγάλη επίπτωση και στη διατροφή των αρχαίων. Σ’ αυτό συντελούσε και η περιορισμένη παραγωγή της ελληνικής γης. Η Αττική ήταν πολύ «λεπτόγεως» (άπαχη γη) και εξαιτίας του μεγάλου προβλήματος του νερού η παραγωγή της ήταν αρκετά μικρή. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα της αρχαίας Ελλάδας ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι ελιές. Στην Αττική έβγαινε επίσης μέλι και σύκα που ήταν το πιο εκλεκτό φρούτο για τους αρχαίους. Το λάδι το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τα φαγητά τους, αλλά και για το φωτισμό, για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών και ήταν απαραίτητο για τους αθλητές, που το άλειφαν στα κορμιά τους στις παλαίστρες. Οι Αθηναίοι ήταν οι διασημότεροι για την ολιγοφαγία τους, γι’ αυτό βγήκε και η έκφραση «αττικηρώς ζην». Γενικά όμως οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι, γι’ αυτό και είχαν αυτοχριστεί «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες». Ο πολύτιμος άρτος των Αρχαίων Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Αλλά τόσο το σιτάρι όσο και το κριθάρι δεν ήταν σε αφθονία για τους Αθηναίους, έτσι αναγκάζονταν να το εισάγουν από άλλα μέρη. Το αλεύρι από κριθάρι, ζυμωμένο σε γαλέτες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό ψωμί και ονομαζόταν μάζα. Στη ζύμη του ψωμιού έβαζαν διάφορα καρυκεύματα, όπως μάραθο, δυόσμο και μέντα ακόμη, για να πάρει το ψωμί μια διαφορετική νοστιμάδα. Και φυσικά, έβαζαν το απαραίτητο αλάτι. Ακόμη οι αρχαίοι είχαν τα εξής είδη ψωμιού: Το σιμιγδαλένιο, το ψωμί από χοντράλευρο, το ψωμί από διάφορα γεννήματα, από ένα είδος σίκαλης της Αιγύπτου και το «ψωμί από κεχρί». Λόγω της μεγάλης «αγάπης» των Αθηναίων για το ψωμί, του έδιναν διάφορα ονόματα, ανάλογα με τον τρόπο που ψηνόταν, όπως: «Ιπνίτης» ήταν το ψωμί που έψηναν μέσα σε θερμή σκάφη. «Εσχαρίτης» το ψωμί που ψηνόταν στις σχάρες. «Άρτο τυρόεντα» τυρόπιτα θα τον λέγαμε σήμερα. «Κριβανίτης άρτος» γινόταν από σιμιγδάλι. Το «όφωρος» ήταν ένα γλύκισμα από ζύμη, σουσάμι και μέλι. Βέβαια αναφέρονται και από τους αρχαίους και διάφορα άλλα είδη ψωμιού.
Γνωστές επίσης ήταν και οι λαγάνες. Και οι Αθηναίοι φουρνάρηδες είχαν καλή φήμη, για τα γλυκίσματα και τις πίτες τους. Οι αρχαίοι εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από εμάς σήμερα την ύπαρξη του ψωμιού, και θεωρούσαν πως η μεγάλη ποικιλία του ψωμιού ήταν πολυτέλεια, αφού συνήθιζαν να τρώνε μόνο ένα κομμάτι κριθαρένια μπομπότα. «Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτή η αγαπητή συνήθεια των αρχαίων δηλαδή η μεγάλη ποικιλία ψωμιού που χρησιμοποιούσαν οφείλεται στο ότι το κριθάρι και το σιτάρι ήταν δύο από τα κύρια γεωργικά προϊόντα της Αρχαίας Ελλάδας και προσπαθούσαν να τα αξιοποιήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν». Εδέσματα και συνταγές Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν στα γεύματα και στα δείπνα τους, τα τραπέζια να είναι πλούσια. Αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, γλυκίσματα, φρούτα, ελιές, πίτες, κρέατα και χορταρικά. Φυσικά και από άφθονο κρασί. Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβύθια ( που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα έτρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος). Οι Αθηναίοι συνήθιζαν να έχουν στα σπίτια τους μεγάλη ποικιλία τροφών όπως ψωμί, λουκάνικα, σύκα, γλυκίσματα, μέλι, τυρί, τρυφερά χταπόδια, τσίχλες, σπουργίτια και άλλα πολλά. Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ-μάρκετς. Ένα από τα πιο απαραίτητα αγαθά σ’ ένα σπίτι ήταν το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους. Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματά τους. Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι των αρχαίων ήταν το γάλα και το τυρί, που ήταν όμως δύο σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί. Πολλές φορές για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που έβραζε, ένα κωνοροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος. Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως θεωρούσαν αυτό το είδος διατροφής χωριάτικο (όπως το ίδιο γίνεται και σήμερα, στις μέρες μας, κάποιοι περιφρονούν πολύτιμες τροφές για τη ζωή μας, μόνο και μόνο από το άκουσμά τους, την εμφάνισή τους αλλά και την «διασημότητά» τους). Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα έτρωγαν οι Κρητικοί. Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, το παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. Για τους φτωχούς ανθρώπους οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη της απέφευγε! Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή ήταν ο ζωμός από μπιζέλια. Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι. Τα θαλασσινά που προτιμούσε ο λαός, ήταν οι σαρδέλες του Φαλήρου, το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο ψωμί. Αντίθετα, τα χέλια, ήταν πανάκριβα, περίπου τον 5ο αι. π.Χ. Οι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας.
Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν. Στους «Ιππείς» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρεται επίσης ο «κάνδυλος» ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, του «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι. Βέβαια πολλοί ήταν αυτοί που στα έργα τους πρόσθεσαν «μια γεύση κουζίνας» ανέφεραν δηλαδή συνταγές και εδέσματα της εποχής, γιατί γνώριζαν πως οι αρχαίοι έχουν αδυναμία σ’ αυτά, έτσι θα έβρισκαν τα έργα τους πιο ελκυστικά. Στις θυσίες τους ετοίμαζαν και ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το’ λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι. Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το έριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο. «Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας, κυρίως στην περιοχή της Λυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε. «Μυττωτός» πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα. Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γινόταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα. Ακόμη, οι Αθηναίοι απέφευγαν να αρχίζουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα (γιατί πολύ πιθανόν να τους κοβόταν η όρεξη για φαγητό). Αν και οι Αθηναίοι φρόντιζαν να μη λείπει τίποτα από το σπίτι τους, δηλαδή χρήσιμα αγαθά, όπως τρόφιμα, δεν πρέπει να ξεχνούμε την φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα και ήταν ο παντοτινός σύντροφος των Ελλήνων. Η έλλειψη και η ακρίβεια των τροφίμων ανάγκαζε πολλούς να μην πετάνε τίποτα από τα περισσεύματα των δείπνων. Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους Έλληνες. Ακόμη και στις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τους Σπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν να αντέξουν τη σπαρτιατική λιτότητα. Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες, πολύ πιθανόν να φάνταζαν ήρωες μπροστά σε κάποιους άλλους Έλληνες και συγκεκριμένα Αθηναίους που ήθελαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια και να μην λείπει κανένα είδος τροφής και ποτού από τα σπίτια τους. Λαχανικά και όσπρια Τα λαχανικά στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην αρχαία Αθήνα, ήταν σε σπουδαία ζήτηση, κι όχι μόνο για τους οπαδούς του Πυθαγόρα, που τα προτιμούσαν, μια κι απέφευγαν να τρώνε όσα έχουν ζωή. Ο Πλάτων, στην ιδιωτική του ζωή ακολουθούσε την «πυθαγόρειο δίαιτα». Που ήταν μια καθαρή χορτοφαγία κι έδειχνε ευχαριστημένος τρώγοντας λαχανικά. Πίστευε πως η δίαιτα, είναι η πηγή της υγείας και των καλών ηθών, δύο παραγόντων που κάνουν τα κράτη υγιή και ρωμαλέα, υλικώς, ηθικώς και ψυχικώς. Οι αρχαίοι Αθηναίοι όμως δύσκολα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις «φυτοφαγικές» οδηγίες του Πλάτωνα αφού τα λαχανικά είχαν γίνει για τους Αθηναίους από τα σπάνια αγαθά. Πολλά σπίτια όμως, κυρίως στα περίχωρα φρόντιζαν να έχουν χωράφια, κήπους, στους οποίους καλλιεργούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, λούπινα, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, ρεβίθια και φακές. Τα μανιτάρια, τα μάραθα, τα σπαράγγια και διάφορα άλλα χορταρικά, τ’ αναζητούσαν στις ακροποταμιές, στα χωράφια και στις άκρες των δρόμων. Φαγώσιμες ήταν ακόμη και οι τρυφερές τσουκνίδες. Φυσικά, είχαν σέλινο, άνηθο και δυόσμο, για να «καρυκεύουν» τα φαγητά τους. Μάλιστα στους αγώνες της Νεμέας γινόταν στεφάνωμα με σέλινο. Τα κολοκυνθοειδή ήταν περισσότερο γνωστά στην Αίγυπτο, όπως τα πεπόνια (πέπων) και τ’ αγγούρια (σικυός). Μάλιστα υπήρχαν τριών ειδών αγγούρια, τα οποία είναι το λακωνικόν, ο σκυταλίας και το βοιωτικόν. Απ’ αυτά καλύτερα είναι τα λακωνικά όταν ποτίζονται, ενώ τ’ άλλα δεν πρέπει να ποτίζονται. Επίσης, τα αγγούρια έβγαιναν πιο δροσερά αν, πριν φυτευτούν οι σπόροι, μείνουν για λίγο μέσα στο γάλα ή σε διαλυμένο στο νερό μέλι. Τα σκόρδα, ακόμη, ήταν απαραίτητα για τους αρχαίους αφού ήταν συμπλήρωμα για κάθε σαλάτα τους. Όπως επίσης και τα κρεμμύδια. Γενικά τα χορταρικά τα σερβίρανε με μια σάλτσα φτιαγμένη από λαδόξυδο και διάφορα καρυκεύματα. Οπωσδήποτε η απουσία της ντομάτας στερούσε πολλά από την Αθηναία νοικοκυρά. Τα μανιτάρια όμως, αν και ήταν νοστιμότατα και περιζήτητα, όλοι τα φοβούνταν για το δηλητήριό τους. Παρόλα αυτά, ένα περιβολάκι γεμάτο με δέντρα και λαχανικά ήταν όνειρο για τους αρχαίους. Ακόμη και οι βασιλιάδες το λαχταρούσαν. Συγκεκριμένα ο Άτταλος ο Γ΄, ο φιλότεχνος βασιλιάς της Περγάμου, που κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη (το 133 π.Χ.), εύρισκε ευχαρίστηση στο λαχανόκηπό του, όπου, εκτός των άλλων, καλλιεργούσε νοσκύαμο, ελλέβορο και κώνειο. Κάποιοι υποστηρίζουν πως καλλιεργούσε αυτά τα φυτά γιατί έκανε έρευνες για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Άλλοι όμως παρατηρούν ότι αυτό που ενδιέφερε περισσότερο το φιλότεχνο βασιλιά ήταν η δραστικότητα τους ως δηλητηρίων, που, όπως λεγόταν φρόντιζε να στέλνει στους «φίλους» του. Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται να αγαπούσαν τα λαχανικά και γι’ αυτό να λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους ένα λαχανόκηπο. Βέβαια, αν θεωρήσουμε πως είναι αληθές αυτό που παρατήρησαν κάποιοι για το λαχανόκηπο του Αττάλου (πως, δηλαδή ενδιαφερόταν για τη δραστικότητα των φυτών), θα καταλάβουμε πως οι αρχαίοι δε λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους όλοι ένα λαχανόκηπο για τον ίδιο λόγο. Κάποιοι, -οι περισσότεροι- τους χρειάζονται για να τραφούν από αυτούς και να ζήσουν και άλλοι για να σκοτώσουν. Βέβαια, τα λαχανικά ήταν απαραίτητα για τη ζωή τους. Από τα λαχανικά όμως των αρχαίων τα κουκιά είτε βρασμένα, είτε ψημένα, είτε σε πουρέ (έτνος), ήταν το πιο αηδιαστικό φαγώσιμο, για τους οπαδούς του Πυθαγόρα. Κι όχι μόνο, τα κουκιά ήταν πρόβλημα και για τους Αιγύπτιους. Τα υπόλοιπα όμως λαχανικά ήταν νόστιμα σε όλους, πιστεύω. Νωγαλεύματα-μπαχαρικά Νωγαλεύματα έλεγαν οι αρχαίοι τα γλυκά φαγητά και γενικά κάθε λιχουδιά. Οι Έλληνες φαίνεται να έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στα αρτύματα και στα διάφορα καρυκεύματα, που έδιναν πικάντικες γεύσεις στα φαγητά τους. Έτσι ένα σπίτι της Αθήνας φρόντιζε, να έχει πάντα στα ράφια του, αλάτι (άλας), ρίγανη (ορίγανο), ξύδι (όξος), θυμάρι (θύμον), σουσάμι (σύσαμο), σταφίδες, κάππαρη, αυγά, αλίπαστα, κάρδαμο, συκόφυλλα, κύμινο, ελιές, σίλφιο, πετιμέζι, σκόρδα και διάφορα άλλα. Ένα μενού με ορεκτικά και γλυκίσματα που θα ενθουσίαζε και τους σημερινούς καλοφαγάδες. Ένα γλύκισμα τους ήταν βέβαια οι μελόπιτες, τις οποίες, έλεγαν γενικά «μελιτούττα». Σε προτίμηση όμως είχαν κι ένα γλύκισμα από λιναρόσπορους και μέλι, τη «χρυσόκολλα». Ένα άλλο γλύκισμα που λεγόταν «έκχυτο» φτιαχνόταν από αλεύρι και τυρί ψημένο, μέσα σε καλούπια και ήταν περιχυμένο με κρασί μελωμένο. Επίσης ένα άλλο γλύκισμα γινόταν με αλευρωμένο γάλα, που, όταν έμπαινε σε ειδικά κύπελλα, γαρνιρόταν με μέλι και πασπαλιζόταν με σουσάμι. Οπωσδήποτε όμως τα πιο συνηθισμένα γλυκίσματα ήταν οι γαλατόπιτες. Από τα καρυκεύματα, το πιο περιζήτητο αλλά και το πιο σπάνιο ήταν το μαύρο πιπέρι. Επίσης στόλιζαν τα φαγητά τους με σμύρνα, κάππαρη, ρίγανη, δυόσμο, κύμινο και διάφορα άλλα. Όμως εκείνοι οι έμποροι που τολμούσαν να φέρουν στην Αθήνα πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά, από τις αγορές της Ανατολής, κινδύνευαν να κατηγορηθούν σαν κατάσκοποι του βασιλιά των Περσών. Αφού παρατηρείται ακόμη πως το πιπέρι είναι ξενικό όνομα, γιατί κανένα ελληνικό όνομα, εκτός από το μέλι, δεν τελειώνει σε «ι». Παρόλα αυτά όμως βλέπουμε πως οι Έλληνες έχουν πλούτο μπαχαρικών και γλυκισμάτων. Το Μέλι Μια και η ζάχαρη ήταν άγνωστη στους αρχαίους, το μέλι ήταν κάτι από τα απαραίτητα για την καθημερινή διατροφή τους και βέβαια για τα γλυκίσματά τους που ήταν αγαπητά σε όλους. Το μέλι ήταν γι’ αυτούς θείο δώρο, αφού πίστευαν πως έπεφτε από τον ουρανό, με την πρωινή δροσιά, πάνω στα λουλούδια και στα φύλλα και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες. Την άποψη αυτή, σήμερα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε αφελή, τότε όμως το μέλι ήταν τόσο πολύτιμο και απαραίτητο γι’ αυτούς, που κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο. Τις θρεπτικές ιδιότητες του μελιού, δεν τις αγνοούσε φυσικά κανένας, γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, όλο έπαινοι ακούγονταν. Κι εξυμνούσαν, κυρίως, το μέλι της Αττικής, το περίφημο θυμαρίσιο μέλι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως μόνο στην Αττική υπήρχε μέλι. Η μελισσοκομία ανθούσε σε πολλά μέρη, στα νησιά και στην Αίγυπτο. Το μέλι ήταν τόσο σημαντικό για τους αρχαίους, που αρκετές φορές γέμιζαν μεγάλους αμφορείς με αυτό και τ’ ανακάτευαν με κρασί για να κάνουν τις σπουδές, τόσο στους θεούς που τιμούσαν, όσο και στις ψυχές των νεκρών. Καταλαβαίνουμε έτσι, μετά από αυτό, πόσο πολύτιμη θεωρούσαν την αξία του. Τα φρούτα Η αγάπη των αρχαίων για τα φρούτα θεωρείται φυσικά αναμφισβήτητη, αφού ήταν απαραίτητα για τη διατροφή τους. Για να υπάρχουν όμως τα φρούτα απαραίτητο ήταν το γλυκό μεσογειακό κλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξη όλων σχεδόν των δέντρων. Παρόλα αυτά, ορισμένα φρούτα, όμως, όπως είναι τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, τα μανταρίνια, τα ροδάκινα, τα τζάνερα και άλλα ήταν άγνωστα στο διαιτολόγιο των αρχαίων. Έτσι η πληθώρα των φρούτων, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές, ήταν βέβαια κάτι το αδιανόητο για αυτούς. Η αγάπη για τα φρούτα όμως έπεισε πολλούς ποιητές, ότι αξίζει ν’ αφιερωθούν μερικοί στίχοι σ’ αυτά. Ακόμη, οι αρχαίοι συγγραφείς έλεγαν κάρυα όλους τους καρπούς με τον σκληρό φλοιό. Η Δαμασκός της Συρίας, αναφέρουν κάποιοι πως ονομάστηκε έτσι από τα καλά δαμάσκηνα που έβγαιναν στα μέρη της. Οι Ρόδιοι και οι Σικελοί έλεγαν τα δαμάσκηνα «βράβυλα», άλλοι τα έλεγαν «κοκκύμπλα», ενώ ένας ποιητής-συγγραφέας ο Θεόφραστος ο Συρακόσιος μιλάει για «δαμάσκηνα και σποδιάς», ένα είδος από άγρια δαμάσκηνα. Τα μήλα ήταν επίσης γνωστά στους αρχαίους, όχι όμως με την πλούσια ποικιλία που παρουσιάζονται σήμερα στην αγορά. Τα γλυκά μήλα τα έλεγαν «Ορβικλάτα» και τα πιο ζουμερά «σητάνια» ή «πλατάνια». Περίφημα ήταν τα μήλα της Κορίνθου, που παλαιότερα λέγονταν και Εφύρη ή Εφύρα. Πάντως, η πορτοκαλιά, που πατρίδα της θεωρείται η νοτιοανατολική Ασία, ήταν άγνωστη για τους αρχαίους αφού έγινε γνωστή στην Ευρώπη το 16ο αιώνα. Ένα άλλο φρούτο που υπήρχε, όμως, στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα κυδώνια που τα έλεγαν «στρουθία» και «κοδύματα». Τα ροδάκινα που ήταν γνωστά στους Πέρσες ονομάζονταν «κοκκύμπλα», με το ίδιο όμως όνομα αναφέρονται και τα δαμάσκηνα. Από τα πιο περιζήτητα φρούτα ήταν βέβαια τα σταφύλια, αλλά όσοι τα καλλιεργούσανε τα βλέπανε περισσότερο σαν κρασί. Το πιο αγαπημένο φρούτο των αρχαίων ήταν όμως τα σύκα. Και τα πιο περίφημα ήταν τα σύκα της Αττικής, κάτι που ύμνησαν αρκετοί. Γι’ αυτό και ο Ίστρος (ένας γραμματικός, ποιητής και ιστορικός από την Κυρήνη) λέει στα «Αττικά» ότι «τα σύκα της Αττικής, που θεωρούνται και τα καλύτερα, δεν πρέπει να εξάγονται, ώστε να τα απολαμβάνουν μόνο οι Αθηναίοι...». Ακόμη αναφέρει, πως πολλοί όμως έκαναν μυστικά την εξαγωγή. Η αγάπη και η εκτίμηση των αρχαίων για τα σύκα ασφαλώς μας εντυπωσιάζει, αφού πολλοί ποιητές και συγγραφείς έχουν αναφερθεί με πολύ μεγάλο θαυμασμό σ’ αυτά. Τα σύκα υπήρχαν σε αφθονία και σε μεγάλη, για εκείνη την εποχή, ποικιλία. Τα πιο γνωστά ήταν τα χελιδώνια σύκα, οι αγριοσυκιές γενικά, οι λευκοαγριοσυκιές, οι φιβαλέους και οι οπωροβασιλίδας. Γνωστά επίσης ήταν τα ασπρόσυκα τα οποία τα έλεγαν «λευκερινεά» και μερικά που είχαν ξινή γεύση «οξάλια». Φημισμένα ήταν και τα ροδίτικα σύκα, που ο Σαμιώτης κωμωδιογράφος Λυγκεύς τα συγκρίνει, στις «Επιστολές» του, με τα σύκα της Αττικής. Αλλά και τα σύκα της Πάρου τα σύγκριναν με άλλα αγριόσυκα για να φανεί η νοστιμάδα τους. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη σύκων. Ο Φιλήμων, στις «Αττικές λέξεις», αναφέρεται στα βασιλικά σύκα. Στην Αχαΐα ήταν συκιές που ωρίμαζαν το χειμώνα και οι καρποί τους λέγονταν «κοδώνια σύκα». Μερικές συκιές καρποφορούσαν δύο φορές το χρόνο, και λέγονταν «δίφορες». Μερικοί μάλιστα συζητούσαν και για τρίφορη συκιά (φρούτα τρεις φορές το χρόνο) που έβγαινε όμως μόνο στη νήσο Κέα. Το σύκο ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους αλλά και στους απογόνους τους, που έχουν πάρει το όνομα του αρκετά χωριά στην εποχή μας. <Της Αμαλίας Κ Ηλιάδη> http://www.ftiaxno.gr (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Sunday, December 9, 2012

ΣΟΚ! Ιταλοί ερευνητές αποδεικνυουν οτι οι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν ως την χώρα των Ίνκας!!!


Το 1850 έφτασε στο Περού ο Ιταλός ερευνητής-περιηγητής Αντόνιο Ραϊμόντι. Για σαράντα ολόκληρα χρόνια έμεινε εκεί, ερευνώντας κάθε σπιθαμή της μακρινής και «περίεργης» -ιστορικά- αυτής χώρας και είναι οι δικές του περιηγήσεις και έρευνες πάνω στις οποίες βασίσθηκε ο φυσικομαθηματικός- ερευνητής συμπατριώτης του Ενρίκο Μάτιεβιτς, ώστε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι οι ναυτικοί του Αιγαίου πολλές χιλιετίες προ του Κολόμβου έφτασαν στην Κεντρική και Νότιο Αμερική. Ο Μάτιεβιτς βεβαίως πρωτίστως παρακινημένος από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόσο από τον Όμηρο όσο και από τον Απολλόδωρο έβλεπε ότι οι γνώσεις που περιγράφονταν στους στίχους της Οδύσσειας και των Αργοναυτικών, και είχαν να κάνουν με τόπους πολύ μακρινούς, πολύ πέρα αυτού της Μεσογείου, δεν μπορούσε παρά να πιστεύει ότι ένα υπερατλαντικό ταξίδι και η επίσκεψη στις μακρινές εκείνες χώρες της Νοτίου Αμερικής ήταν τα πιθανότερα σημεία αναφοράς των συγγραφέων των μεγάλων επών, «Οδύσσειας» και «Αργοναυτικών» αντίστοιχα. Έτσι με οδηγό τις περιηγήσεις και έρευνες του συμπατριώτη του Ραϊμόντι, και με τα αρχαία κείμενα στα χέρια περιδιάβηκε τις Άνδεις, και έκανε τις δικές του ανακαλύψεις που έφεραν το αποτέλεσμα που μερικά χρόνια πριν η Ενριέτα Μέρτζ έγραφε στην «Κρασάτη Θάλασσα». Δηλαδή ότι οι Έλληνες είχαν φτάσει κατά τους πρώτους ιστορικούς χρόνους στην Νότιο Αμερική. Η μελέτη του Μάτιεβιτς στηρίχθηκε στην συγκριτική αρχαιολογία και την Μυθολογία. Για πολλά χρόνια εργάστηκε στο γεωφυσικό αστεροσκοπείο του Χουανγκάγιο της Λίμα και αυτό του έδωσε πολλά περιθώρια ώστε να κάνει τις μελέτες του επί τόπου και να μείνει έκπληκτος από τις ανακαλύψεις που βρήκε μπροστά του. Στις κεντρικές Άνδεις του Περού, στις παραστάσεις ενός αρχαίου μαντείου ανακαλύπτει τις χθόνιες οντότητες που ο Ησίοδος αναφέρει στην «Θεογονία» του. Ο Κέρβερος, η Μέδουσα, η Λερναία Ύδρα, οι Άρπυιες, η Χίμαιρα είναι παραστάσεις τις οποίες ανακαλύπτει στα ερείπια ναών και μαντείων της περιοχής. Οι θεότητες του Κάτω Κόσμου, τα Τάρταρα όπως τα ονομάζει ο Ησίοδος φαίνεται να παίζουν πολύ σπουδαίο ρόλο για τους πανάρχαιους κατοίκους της περιοχής, τους Ίνκας. Έναν λαό που η ύπαρξή του και η εξαφάνισή του αποτελεί ένα μυστήριο, όπως και των Ατζέκων στην Κεντρική και Νότιο Αμερική, ή των Σουμερίων και των Χετταίων στην Μεσοποταμία. Οι παραστάσεις που αφορούν τις θεότητες του Κάτω Κόσμου, οδηγούν τον Μάτιεβιτς να υποστηρίξει ότι εδώ, στην Νότια Αμερική ήταν ο Άδης των αρχαίων Ελλήνων. Τα Τάρταρα όπου τους φιλοξενούσαν και αποτελούσαν συνάμα το βασίλειό τους με πρωταγωνιστή βεβαίως τον Θεό Πλούτωνα. Πίστευαν οι πανάρχαιοι πρόγονοί μας ότι ο Άδης βρισκόταν στα έγκατα της Χθονός αλλά σε μία μακρινή τοποθεσία δυτικά της γης. Ένα χρόνο ταξίδι χρειαζόταν για να φθάσουν εκεί. Και αν κανείς υπολογίσει μία τέτοια απόσταση και με τα μέσα βεβαίως της εποχής εκείνης μάλλον η αναφορά γίνεται για την πέρα του Ατλαντικού ήπειρο, αυτή της Αμερικής, της Γης των Εσπερίδων όπως λεγόταν, εκεί όπου ο Άτλας μεταμορφωμένος σε ένα τεράστιο βουνό υποβάσταζε στους ώμους του την Γη. Η Κίρκη λέει στον Οδυσσέα πώς θα πάει στον Κάτω Κόσμο για να πάρει τις οδηγίες που χρειαζόταν για την επιστροφή του στην πατρίδα, αλλά και για να εξευμενίσει τους Θεούς που είχε προκαλέσει με την συμπεριφορά του μετά την συμβολή του στην άλωση της Τροίας. Η περιγραφή της Κίρκης στην «Οδύσσεια» που γίνεται με την γραφίδα του Μεγάλου Ομήρου, είναι ίσως η περισσότερο άρτια περιγραφή που υπάρχει σε αρχαίο κείμενο. Αν κανείς ακολουθήσει εκείνη την πορεία δεν μπορεί παρά να φθάσει στην Εσπερία, την ήπειρο της Αμερικής. Αν και πολλοί γεωγράφοι το αμφισβητούν παρ' όλα αυτά δεν παύει να υφίσταται ως η πιο άρτια γεωγραφική περιγραφή. Ο Μάτιεβιτς στην αναζήτηση της μυθολογικής κόλασης, αυτά τα Τάρταρα, βλέπει να υπάρχει τέτοια ομοιότητα με την σημερινή περιοχή του Αμαζονίου, ώστε μένει κυριολεκτικά κατάπληκτος. Οι διηγήσεις εκείνων των πρώτων εξερευνητών στα μεταχριστιανικά χρόνια, αλλά και μερικές χιλιετίες αργότερα από τους Αργοναύτες και τον Οδυσσέα, για το πέρασμα του Μανσερίστε, που είναι το πρώτο πέρασμα που συναντά κανείς καθώς ανεβαίνει τον Αμαζόνιο, θα μπορούσαν να είναι οι διηγήσεις των μυθολογικών αναφορών για την κάθοδο στον Άδη. Όποιος διαπλέει τον Αμαζόνιο καθώς έρχεται από το βόρειο ημισφαίριο, παρατηρώντας τα άστρα έχει την εντύπωση ότι κατεβαίνει σε μία βαθιά άβυσσο. Έτσι το περιγράφει και η Ενριέτα Μέρτζ, η οποία με οδηγό τους αστερισμούς και κυρίως αυτόν της Μεγάλης Άρκτου, συμπεραίνει για το Ιασωνικό ταξίδι στην Αμερική!!! Και είναι πράγματι άξιο θαυμασμού να βλέπει κανείς τέτοιες ανακαλύψεις που κυριολεκτικά φέρνουν τα πάνω κάτω στην συμβατική ιστορία. Παραβάλλοντας τον μυθικό ποταμό Αχέροντα και τους τρεις μικρότερους παραποτάμους του, την Στύγα, τον Κυκωτό και τον Πυριφλεγέθοντα, με τον Αμαζόνιο κατά τον Μάτιεβιτς, ο Οδυσσέας έπρεπε να εντοπίσει έναν ποταμό που θα του επέτρεπε να διασχίσει τους βάλτους του Άδη. Έτσι η Στύγα είναι ο ποταμός Μαρανιόν του Περού ο οποίος στην ουσία είναι τμήμα του Αμαζονίου αλλά με άλλη ονομασία. Ο ποταμός Ουκαγιάλι ένας σημαντικός ποταμός στην λεκάνη του Αμαζόνιου που πηγάζει από τις οροσειρές του Κούζκο είναι ο Πυριφλεγέθων της Οδύσσειας. Η παραμονή του Μάτιεβιτς στο Περού και οι διάφορες περιηγήσεις τις οποίες έκανε σχεδόν σ' ολόκληρη την περιοχή της Νοτίου Αμερικής, αλλά και τα συμπεράσματα που έχει βγάλει μέσα από αυτή του την πολύχρονη έρευνα καταγράφονται στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Μυθολογική Κόλαση». Εδώ ο συγγραφέας λοιπόν περιγράφει πως οι πανάρχαιοι θαλασσοπόροι του Αιγαίου έφθασαν στον Αμαζόνιο, διασχίζοντας τον Ατλαντικό ωκεανό, και μέσω του τεράστιου αυτού πλωτού ποταμού, του δεύτερου σε μέγεθος μετά τον Νείλο έπλευσαν προς νότο μέχρι τις Άνδεις του Περού. Όπως έχουμε ξαναπεί σε παλιότερα θέματα μαζί τους οι εξερευνητές εκείνοι έφερναν και ολόκληρο τον πολιτισμό τους που ήταν η γλώσσα τους, οι θεοί τους, οι μύθοι τους, οι παραδόσεις τους, οι συνήθειές τους ... Αυτά τα πέρασαν στους ιθαγενείς των περιοχών που βρέθηκαν και σαφώς είχαν την ανάλογη από εκείνους αντιμετώπιση που τους αναβίβασαν τόσο ψηλά ώστε τους έκαναν Θεούς. Τους λευκούς θεούς τους που ακόμη και σήμερα θυμούνται μέσα από τις παραδόσεις τους και τις διάφορες γιορτές- μνήμες που διατηρούν. Πηγή Πηγή: http://logioshermes.blogspot.com/2012/12/blog-post_4488.html#ixzz2EYomr0gS Under Creative Commons License: Attribution Share Alike

Friday, November 2, 2012

Οι απόηχοι του Μπαχ και του Μπετόβεν συναντούν τη Βυζαντινή Μουσική Έκφραση


ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΚΑΡΑΝΤΖΗ Προαναγγελία μιας ξεχωριστής καλλιτεχνικής συνεργασίας Δύο αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες, με διαφορετικές μουσικές διαδρομές, συμπράττουν σε μία ξεχωριστή συνεργασία που επιχειρεί να συνδυάσει τα φαινομενικώς ασυνδύαστα. Ο διεθνούς φήμης έλληνας πιανίστας, μαέστρος και συνθέτης Βασίλης Τσαμπρόπουλος, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους πιανίστες της γενιάς του, συνεργάζεται για πρώτη φορά με την καταξιωμένη ερμηνεύτρια της βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής Νεκταρία Καραντζή, μία ιδιαίτερη περίπτωση γυναίκας ψάλτριας στην Ελλάδα, με σκοπό να αναδείξουν μία, αν μη τι άλλο, μη αναμενόμενη προσέγγιση της ελληνικής Βυζαντινής Μουσικής Παράδοσης. Από το καλλιτεχνικό αυτό ταίριασμα αναμένονται συναυλίες, εμφανίσεις και δισκογραφία που θα ολοκληρωθεί μέσα στο 2013. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο και μοναδικό στον κόσμο άκουσμα αυτής της ιδιαίτερης προσέγγισης της βυζαντινής μουσικής μέσα από τους ήχους του πιάνου, είχε πραγματοποιήσει ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος στο πλαίσιο του έργου του “AKROASIS”. Η δημιουργία αυτή, μέσω της οποίας, για πρώτη φορά, στην ιστορία της μουσικής οι βυζαντινοί ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας ερμηνεύονται στο πιάνο, αποτέλεσε αφετηρία στη δημιουργία ένός καινούριου μουσικού ιδιώματος ανάμεσα στην κλασική και τη βυζαντινή μουσική και έχει αποτελέσει μία από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές της κορφυφαίας γερμανικής εταιρείας δίσκων ECM, στο δυναμικό της οποίας ανήκει ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος. Η αναμενόμενη συνεργασία φιλοδοξεί να αποτελέσει το επόμενο βήμα του Akroasis, φιλοξενώντας στο μουσικό δέσιμο Δύσης και Ανατολής, τη φωνή της Νεκταρίας Καραντζή που κινείται με άνεση στις βυζαντινές κλίμακες, έχοντας όμως ένα σπάνιο ηχόχρωμα που ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ο τρόπος και λόγος του εγχειρήματος εξηγούνται στα λόγια του ίδιου του δημιουργού: “Αγαπητοί μου φίλοι, Δεν συνηθίζω να κάνω παρουσιάσεις και αναγγελίες νέων συνεργασιών μου. Αυτη τη φορά θα κάνω μια εξαίρεση. Θέλω να σας αναγγείλω την επερχόμενη μουσική μου συνάντηση με την εξαιρετική εκπρόσωπο της Βυζαντινής μας Μουσικής Παράδοσης Νεκταρία Καραντζή. Αφετηρία της συνεργασίας μας ειναι η βαθειά εσωτερική μου πρόθεση να σμίξουν δυο κόσμοι Μουσικης που φαίνονται ασύμβατοι και κάποτε ασυμβίβαστοι. Οι Απόηχοι του Μπαχ ,και του Μπετόβεν μέσα απο τον πλήρη ήχο της Συμφωνικής Ορχήστρας συναντο ύν την λιτή και μακρυά απο περιττές τεχνοτροπίες και ανθρώπινους βερμπαλισμούς Βυζαντινή Μουσική Εκφραση. Αυτοι οι δύο διαφορετικοί μουσικοί κόσμοι μπορούν να σμίξουν όμως να εναρμονιστούν λόγω της κοινής καταγωγής τους της Μουσικής του Θεου. Η μουσική των ανθρώπων είναι η πιο κοντινή αίσθηση της γλώσσας των Αγγέλων και του Θεού. Ειναι η αρχή της αληθινής Μελωδίας. Σε λίγο καιρό θα σας παρουσιάσω δείγμα αυτής της συνεργασίας. Ολοι μας είμαστε ερμηνευτές. Αλλοι έχουμε μεγάλο κομμάτι στο έργο και αλλοι μικρότερο. Ολοι όμως αγαπητοί μου φίλοι καλούμαστε να ερμηνεύσουμε το ίδιο έργο και να το αγαπήσουμε.” Βασίλης Τσαμπρόπουλος Δείγμα ήχου:

Thursday, October 18, 2012

19χρονη ξύπνησε από κώμα την ώρα που θα της αφαιρούσαν τα όργανα.


Η 19χρονη Καρίνα μετά από ένα φοβερό αυτοκινητιστικό ατύχημα έπεσε σε κώμα και σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν απίθανο να συνέλθει. Η 19χρονη νοσηλευόταν σε κατάσταση κώματος στο νοσοκομείο Aarhus στη Δανία και οι γιατροί θεωρούσαν τόσο απίθανο το έφηβο κορίτσι να συνέλθει με αποτέλεσμα να πείσουν την οικογένειά της να σταματήσει η θεραπέια και να δωρίσουν τα όργανά της. Την ώρα που γιατροί προετοιμάζονταν για να της αφαιρέσουν τα όργανα έκπληκτοι οι υπάλληλοι του νοσοκομείου τους ενημλερωσαν πως το κορίτσι άνοιξε τα μάτια του και κούνησε τα πόδια της. Η Καρίνα, ζωντανή απόδειξη ότι συμβαίνουν θαύματα αυτήν την περίοδο αναρώνει σ ένα ειδικό κέντρο αποκατάστασης και μάλιστα μπορεί και περπατάει, μιλάει και ιππεύει και το αγαπημένο της άλογο! Οι γονείς του κοριτσιού που στάθηκε την τελευταία στιγμή τυχερή και έζησε, αποφάσισαν να μηνύσουν τους γιατρούς του νοσοκομείου και μάλιστα καταγγέλουν πως κάτι ύποπτο βρίσκεται πίσω από την απόφασή τους να δωρίσουν τα όργανα της κόρης τους. Σύμφωνα με τους ίδιους, το παιδί τους νοσηλευόταν μόλις 3 ημέρες και οι γιατροί βιάστηκαν να τους πείσουν πως δε θα ζήσει. Υποστηρίζουν πως οι γιατροί έιχαν κάποιο λόγο που ήθελαν να "σκοτώσουν" την κόρη τους για να πάρουν τα ζωτικά της όργανα.
Από την άλλη οι γιατροί υποστηρίζουν πως δεν έγινε σωστή συνεννόηση με τους γονείς του κοριτσιού και πως η θεραπέια που της χορήγησαν ουσιαστικά την έσωσε. Η υπόθεση θα συνεχιστεί στα δικαστήρια... Το μόνο σίγουρο είναι πως η Καρίνα κέρδισε τη ζωή της!
Από Newsit.gr | NewsIT – 3 ώρες πριν

Tuesday, October 16, 2012

Η Βυζαντινή Σημαία – Δικέφαλος ή σταυρός;


Αν ρωτήσει κανείς δέκα τυχαίους ανθρώπους, πώς είναι η βυζαντινή σημαία, οι 9 από τους 10 που θα δώσουν μια απάντηση -αν όχι και οι δέκα- θα απαντήσουν η κίτρινη με το δικέφαλο αετό. Είναι η σημαία που κυριαρχεί έξω από όλες σχεδόν της εκκλησίες και τα μοναστήρια της χώραςκαι έχει υιοθετηθεί ως σύμβολο από την εκκλησία της Ελλάδος. Ποια έιναι όμως η αλήθεια; Ήταν η σημαία με το δικέφαλο το επίσημο σύμβολο αυτοκρατορίας; Τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας ως το 1204 Aφήνοντας την αναλυτική εξέταση των εμβλημάτων της αυτοκρατορίας διαχρονικά σε μια μελλοντική ανάρτηση, θα αναφερθούμε επιγραμματικά στη χρήση τους. Ως πρώτο σύμβολο μπορεί δικαίως να θεωρηθεί το λάβαρο που κατασκεύασε ο Μέγας Κωνσταντίνος πριν από τη μάχη στη Μουλβία γέφυρα- Σταυρός με την επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”. Εγκαινιάζεται έτσι η χριστιανική περίοδος του κράτους και ουσιαστικά η σταδιακή μεταστροφή της “Ρωμαϊκής” σε “Βυζαντινή” αυτοκρατορία. Παρ’ότι δεν καταγράφεται συγκεκριμένη σημαία της αυτοκρατορίας (με τη σύγχρονη έννοια) , οσταυρός σε διάφορες παραλλαγές και κυρίως σε συνδυασμό με το ΧΡ έχει βρεθεί σε πλήθος ευρημάτων (ψηφιδωτά, γλυπτά, τοιχογραφίες). Παράλληλα δεν εγκαταλείφθηκε και ο κλασσικόςρωμαϊκός αυτοκρατορικός αετός η χρήση του οποίου φαίνεται να γνωρίζει κάποια αναβίωση κατά τη Μακεδονική δυναστεία (867-1054).
Ο δικέφαλος αετός Ο δικέφαλος αετός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Σουμέριους, ως σύμβολο του φτερωτού θεού Νινουρτά. Στη συνέχεια πέρασε στους Χετταίους, από τον πολιτισμό των οποίων έχουν σωθεί πέτρινα ανάγλυφα που απεικονίζουν δικέφαλους αετούς. Το μυθικό πλάσμα συνέχισε να αποτελεί τόσο διακοσμητικό μοτίβο, όσο και μέρος διηγήσεων και παραδόσεων σε διάφορες περιοχές της Μέσης Ανατολής- από το Ιράν και την Αρμενία ως τη Μικρά Ασία. Στην Παφλαγονία συγκεκριμένα επιβίωσε ο μύθος του χάγκα, τεράστιου δικέφαλου αετού τιμωρού της αδικίας. Επηρεασμένος από αυτήν την παράδοση ίσως ο Ισαάκ Κομνηνός (1057-1059) τον υιοθέτησε ως προσωπικό του σύμβολο. Η χρήση του δικέφαλου όμως δε γενικεύτηκε πριν το 1204, όταν τον χρησιμοποίησαν οι Λάσκαρεις και αργότερα οι Παλαιολόγοι, μετά την τέταρτη Σταυροφορία και την επαφή με την πλούσια εραλδική παράδοση της Δύσης. Aποτέλεσε τόσο οικόσημο των Παλαιολόγων (αλλά και του Καντακουζηνού, των Λασκέρεων και άλλων επιφανών οικογενειών), όσο και διακοσμητικό μοτίβο σε επίσημα ενδύματα και ταπεινά πιάτα. Ήταν όμως ο αετός αυτός το σύμβολο του Κράτους, προσωπικό έμβλημα ή κάτι άλλο;
Η σημαία της Αυτοκρατορίας σε πηγές και χειρόγραφα (1204-1453) Στις πηγές συναντούμε σποραδικές αναφορές, που αν και αποσπασματικές μας οδηγούν στην επίσημη σημαία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά την τελευταία της περίοδο. To “Βιβλίο όλων των Βασιλείων”, που γράφθηκε στα 1350 και εξιστορεί τα ταξίδια ενός μοναχού από την Καστίλλη, είναι εικονογραφημένο με 130 σημαίες. Οι σημαίες 94,96,97,98 είναι όμοιες -χρυσός σταυρός και 4 πυρέκβολα σε κόκκινο φόντο- και σύμφωνα με το βιβλίο ανήκουν στους “βασιλείς” της Θεσσαλονίκης,της Ελλάδας (“της αληθινής Ελλάδας και της αυτοκρατορίας των Ελλήνων” / “la vera Grecia e el imperio de los Griegos”), του “Lodomago” (ή “Recrea” σε άλλη έκδοση, πιθανόν η Ηράκλεια του πόντου) και του “Castelle”. Επίσης ως σύμβολο του “βασιλιά της Κωνσταντινούπολης” παρουσιάζεται παρόμοια σημαία που περιλαμβάνει και το σταυρό του Αγίου Γεωργίου. O “Kαταλανικός Άτλας”, αποδίδεται στον Cresques Abraham, έναν από τους καλύτερους χαρτογράφους της εποχής, σχεδιάστηκε το 1375 και είναι ένας λεπτομερής χάρτης στον οποίο απεικονίζονται εκτός των άλλων οι σημαίες των κρατών. Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Ηράκλεια του Πόντου εμφανίζεται να κυματίζει η τετραγράμματη σημαία με το σταυρό. Στο “Περί Οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας” του Γεώργιου Κωδινού αναφέρεται σχετικά με το φλάμουλο του Μεγάλου Δουκός (ναυάρχου) : “και οι μεν εις τα έτερα (πλοία) ευρισκόμενοι άρχοντες ως κεφαλαί ιστώσι το σύνηθες βασιλικόν φλάμουλον ήτοι τον σταυρόν μετά πυρεκβόλων’ ούτος δε ο μέγας δουξ την του βασιλέως στήλην ίστησιν έφιππον”. Με άλλα λόγια σε όλα τα πλοία εκτός του πλοίου του ναυάρχου κυμάτιζε το “σύνηθες βασιλικό φλάμουλο” που δεν ήταν άλλο από την πορφυρή σημαία με το χρυσό σταυρό και τα 4 Β.Στηριζόμενοι λοιπόν στις πηγές μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα πως επίσημη σημαία της Αυτοκρατορίας κατά την ύστερη περίοδο, ή απλά η “βυζαντινή σημαία” δεν ήταν η κίτρινη με το δικέφαλο αετό…αλλά η κόκκινη/πορφυρή με το χρυσό ισοσκελή ελληνικό σταυρό και τα 4 Β(πυρέκβολα ή βήτα / Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλευόντων.
ΠΗΓΕΣ: Γεώργιου Κωδινού, “Περί Οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας”, publ. Immanuel Bekker,1889 N.Zapheiriou,the greek flag from antiquity till present,athens 1947 crwflags.com Πηγή: proskynitis.blogspot.gr 16 Οκτωβρίου, 2012 — vatopaidifriend4

Sunday, October 7, 2012

Βυζαντινή Μακεδονία: Η Πνευματική κληρονομιά του Κυρίλλου και Μεθοδίου στους Σλάβους


του ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΤΑΧΙΑΟΥ Καθηγητού ΑΠΘ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980 ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 862 η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια διπλωματική αντιπροσωπεία του ηγεμόνα της Μεγάλης Μοραβίας Ροστισλάβ. οι πρεσβευτές παρουσιάστηκαν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και του δήλωσαν ότι επιθυμία του ηγεμόνα τους ήταν να του στείλει ανθρώπους, οι όποιοι θα μπορούσαν να διδάξουν στους Μοραβούς τη χριστιανική πίστη στη δική τους, σλαβική γλώσσα. ο κλήρος έπεσε σε δύο αδελφούς από τη Θεσσαλονίκη, στον Κωνσταντίνο-Κύριλλο, τον επονομαζόμενο «φιλόσοφο», και στον ιερομόναχο Μεθόδιο. Το επόμενο έτος οι δύο αδελφοί, συνοδευόμενοι από ομάδα συνεργατών, ξεκίνησαν για τη Μοραβία έχοντας ήδη μαζί τους ένα έτοιμο αλφάβητο της σλαβικής γλώσσας και μεταφράσεις εκκλησιαστικών βιβλίων από την ελληνική στη σλαβική. Από τη στιγμή εκείνη ο κόσμος των Σλάβων συνδεόταν πνευματικά και πολιτιστικά με το Βυζάντιο. Βρισκόμαστε στον ένατο αιώνα. Στο Βυζάντιο μόλις έχει κοπάσει η αναταραχή, την οποία είχε προκαλέσει η εικονομαχία και η αυτοκρατορία εισέρχεται πάλι σε περίοδο πνευματικής ακμής. Τα γράμματα και οι τέχνες γνωρίζουν άνθηση, έξίσου ρωμαλέα είναι και η έσωτερική οργάνωση του κράτους. Τη στιγμή που ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος αναχωρούν για τη Μοραβία στη βυζαντινή πρωτεύουσα δεσπόζουν δύο μεγάλες μορφές των γραμμάτων και της επιστήμης, ο πατριάρχης Φώτιος και ο Λέων ο Μαθηματικός. Ενα χρόνο μετά την αποστολή στη Μοραβία, δηλαδή το 864, θα δεχτεί και η Βουλγαρία το Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και έτσι θα τεθεί και αυτή κάτω από την πνευματική και πολιτιστική στέγη της αυτοκρατορίας. Την ίδια σχεδόν εποχή ολοκληρώνεται και ο εκχριστιανισμός της Σερβίας. ‘Έναν αιώνα άργότερα δέχεται το βάπτισμα από την Κωνσταντινούπολη και ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος. Η μεταστροφή αύτή των Σλάβων στήν ’Ορθοδοξία επιτελείται όπως είπαμε, σε μια περίοδο ακμής της πνευματικής ζωής της αύτοκρατορίας, η οποία διαδοχικά πέρνα από τον εγκυκλοπαιδικό ιστορισμό στον κλασικό άνθρωπισμό. Στήν παιδεία αναβιώνει η κλασική αρχαιότητα η φιλοσοφία του ’Αριστοτέλη και του Πλάτωνα αποκτά νέους οπαδούς, συγχρόνως όμως ανθίζει και η βυζαντινή θεολογία. Και ένώ μέσα στη βυζαντινή ζωή, η οποία σφύζει και πάλι από τις αναγεννητικές κινήσεις, οι θεολογικές και φιλοσοφικές συζητήσεις φτάνουν σε υψηλά επίπεδα και σε άναζητήσεις άνανεωμένων τρόπων έκφράσεως, ο κόσμος των Σλάβων μόλις και αρχίζει να μαθαίνει το αλφάβητο και να διαβάζει τις πρώτες λέξεις στη γλώσσα του από χειρόγραφα μεταφράσεων ελληνικών κειμένων, πάνω στά όποια είναι ακόμη νωπή η μελάνη. Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, έκτος από τη δημιουργία του αλφαβήτου είχαν επωμιστεί ένα πολύ βαρύτερο και ουσιαστικότερο έργο, να φέρουν δηλαδή τους Σλάβους μέσα στο χώρο της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής του Βυζαντίου, και το έργο αυτό ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο. Με το έργο των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος των Σλάβων αποκτά για πρώτη φορά αλφάβητο και πέρνα από τον προφορικό στο γραπτό λόγο. Τα εκκλησιαστικά κείμενα βγαίνουν μέσα από παράδοση αιώνων, είναι φορείς μιας ορολογίας ολότελα άγνωστης στο νεοφώτιστο κόσμο. Αύτός ο κόσμος εκφραζόταν ως τώρα με τη χρησιμοποίηση ενός σχετικά φτωχού λεξιλογίου, το όποιο περιέκλειε λέξεις που αναφέρονταν στην καθημερινή, αγροτική η στρατιωτική ζωή. Είχε λαϊκό παραμύθι και δημοτικό τραγούδι, μέσα στα όποια χρησιμοποιούνταν λεξιλόγιο, με το όποιο εκφράζονταν τα ανθρώπινα συναισθήματα γύρω από τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη και τις πράξεις των ηρωικών και μυθικών μορφών, αλλά του έλειπε σχεδόν ολότελα η αφηρημένη ορολογία, η τόσο απαραίτητη για το ξεκίνημα πνευματικής ζωής υψηλότερης στάθμης. Η πρώτη του επαφή με το γραπτό λόγο γίνεται με τη μετάφραση του Ευαγγελίου ενός κειμένου κατά βάση λαϊκού. Λιγότερο απλές στην έκφραση, και ιδιαίτερα στα νοήματα, είναι οι επιστολές των αποστόλων Παύλου, Πέτρου και ’Ιωάννη, το ίδιο δυσνόητη για τον αμόρφωτο είναι ως ένα σημείο και η εκκλησιαστική υμνογραφία. Δεν έχει σημασία αν τη διαβάζει η την ακούει στη γλώσσα που μιλάει ο ίδιος, σημασία έχει ότι περικλείει όρους που έχουν σμιλευτεί μέσα σε μία παράδοση αιώνων, και αυτοί ακριβώς οι όροι λείπουν από τη σλαβική γλώσσα. Έτσι αρχίζει η δημιουργία των σύνθετων αφηρημένων η μή ούσιαστικών και έπιθέτων, που δεν είναι τίποτε αλλο από γλωσσικά έκτυπα (τά γνωστά στη γλωσσολογία caiques) των άντίστοιχων έλληνικών.
Συγχρόνως στην αρχαία σλαβική εισρέει μεγάλος αριθμός αμετάφραστων δανείων από την ελληνική. Ένώ λοιπόν στο Βυζάντιο γίνονται συζητήσεις γύρω άπό τά φιλοσοφικά συστήματα των Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Πλωτίνου, Πρόκλου κ.ά. φιλοσόφων, ο κόσμος των Σλάβων προσπαθεί να εθιστεί σε μια νέα ορολογία, που ως χτες αγνοούσε ολότελα, και η οποία βρίσκεται διάχυτη στο Ευαγγέλιο και στα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Τώρα, για πρώτη φορά, ο σχεδόν παρθένος πολιτιστικά κόσμος των Σλάβων, κάνει τη γνωριμία με τον ώριμο βυζαντινό πολιτισμό, ο όποιος μέσα στήν ’Ορθοδοξία είχε συζεύξει τις πνευματικές και πολιτιστικές καταβολές του αρχαίου ελληνικού ρωμαίκου και άνατολικού πολιτισμού και είχε από αιώνες επιτύχει μια μεγαλειώδη σύνθεση των πιο γόνιμων στοιχείων που του κληροδότησαν οι προηγούμενοι πολιτισμοί. Αυτή η συνάντηση των Σλάβων με το Βυζάντιο είναι αναπόφευκτο να καλεί τον επιστήμονα στην έρευνα ένός πλήθους προβλημάτων, τα όποια άκριβώς άνακύπτουν από τη δημιουργούμενη σχέση δότη και άποδέκτη και από τη μορφή και τους τρόπους προσφοράς και δεκτικότητας. Με μιά λέξη τα προβλήματα αύτά συνοψίζονται σε ένα και θεμελιώδες, δηλαδή τί θα μπορούσε ο θρησκευτικά νεοφώτιστος και χωρίς πολιτιστική και πνευματική ύποδομή κόσμος των Σλάβων να δεχτεί από το πολιτιστικά ώριμο και προηγμένο ορθόδοξο Βυζάντιο; Ή έπιστήμη της σλαβολογίας, ως σχεδόν τις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, περιοριζόταν στήν άναλυτική έρευνα των επιδράσεων του Βυζαντίου πάνω στούς Σλάβους, έντοπίζοντας κυρίως κείμενα, πνευματικά κέντρα και γεωγραφικές περιοχές. Μόλις στά τελευταία χρόνια άρχισε μια συνθετική θεώρηση του θέματος και εκτίμηση των προβλημάτων κάτω από συνολική προοπτική. Την ώθηση γι’ αύτου του είδους την ερευνά την έδωσε ο διαπρεπής Ρώσος ιστορικός της λογοτεχνίας και σλαβολόγος D. S. Lichacev, ο όποιος τοποθέτησε ολόκληρο το θέμα πάνω σε νέα βάση και το είδε κάτω από εντελώς καινούργιο πρίσμα. ’Ενώ έπί εναν αιώνα τώρα οι έρευνητές μιλουσαν για βυζαντινές έπιδράσεις πάνω στον κόσμο των Σλάβων, ο Lichacev προτείνει την κατάργηση του όρου «έπιδράσεις», γιατί δεν βλέπει να άνταποκρίνεται άπόλυτα στά πράγματα, ούτε και να εκφράζει ορθά την ούσία τους. Με την άποδοχή της ’Ορθοδοξίας από το Βυζάντιο, ό κόσμος των Σλάβων άποδέχτηκε ταυτόχρονα και ένα πλήθος πολιτιστικών και μορφωτικών στοιχείων, φορέας των οποίων ύπήρξαν κυρίως τα βυζαντινά κείμενα, τα όποια κυκλοφόρησαν ανάμεσα τους σε σλαβική μετάφραση. Και ενώ οι Σλάβοι έχουν μόνο προφορική λαίκή παράδοση παραμυθιού η τραγουδιού ο γραπτός λόγος αρχικά μεταφέρεται σ’ αυτούς αυτούσιος από το Βυζάντιο. Έτσι η αποδοχή του γραπτού λόγου, όσο και των άλλων στοιχείων των οποίων είναι φορέας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίδραση, αλλά ως μεταφύτευση (transplantation) του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων. Η επίδραση είναι κατανοητή μόνον όταν υπάρχει προηγουμένως ιθαγενής πολιτιστικός και πνευματικός βίος, ο όποιος δέχεται από έξω στοιχεία νέα, τα όποια και εντάσσει στις δικές του κατηγορίες. Στον πνευματικά παρθένο κόσμο των Σλάβων του 9ου και 10ου αιώνα, ο όποιος χρησιμοποιεί ακόμη ένα κοινό για όλη την εθνική οικογένεια, γλωσσικό όργανο, την παλαιοσλαβική, μεταφυτεύονται τα βυζαντινά πολιτιστικά στοιχεία αυτούσια και αδιαφοροποίητα και μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται ενας πολιτισμός-διάμεσο η φορέας, ο όποιος είναι καθαρά βυζαντινός. ‘Όταν πια μετά τον 11ο αιώνα ο γραπτός λόγος θα έχει γνωρίσει άξιόλογη άνάπτυξη μεταξύ των Σλάβων, όταν πιά θα άρχίσουν να άναπτύσσονται οι εθνικές τους γλώσσες και η έθνική λογοτεχνική παραγωγή καθένα από αύτούς, όταν η αύτοτέλεια θα γίνει πιά αισθητή, τότε μόνο μπορουμε να μιλήσουμε για έπιδράσεις. Άλλά και πάλι οι δεσμοί με τον άρχικό βυζαντινό πολιτισμό-φορέα δεν θα καταλυθουν, γιατί τώρα εχουμε μπροστά μας τη σλαβική παραλλαγή του βυζαντινού πολιτιστικού στοιχείου, αύτό που ειδικότερα για τη Ρωσία, ο μεγάλος ρώσος θεολόγος G. Florovskij εχει άποκαλέσει «ρωσικό βυζαντινισμό».
Ανάλογες με τις εκτιμήσεις του Lichacev είναι και έκεί νες άλλου διαπρεπούς σλαβολόγου, του R. Picchio, ο όποιος μέσα στον πολιτισμό και τη λογοτεχνία των άνατολικών και νότιων Σλάβων βλέπει να προεκτείνεται διαχρονικά μια μόνιμη πολιτιστική βάση, την οποία και ονομάζει Slavia ortodoxa. Αύτή χαρακτηρίζεται κυρίως από τα βυζαντινά στοιχεία και από το παλαιοσλαβικό γλωσσικό ύπόβαθρο, εκείνο που δημιουργήθηκε στήν εποχή του Κυρίλλου και Μεθοδίου και το όποιο επιβίωσε ως τους νεώτερους χρόνους μέσα από την κοινή εκκλησιαστική γλώσσα των ορθοδόξων Σλάβων. Εστω και αν ύπάρχουν διαφορές στις έπιμέρους λεπτομέρειες άνάμεσα στις άπόψεις των δύο επιστημόνων που άναφέραμε, εντούτοις και οι δύο συγκλίνουν άπόλυτα στήν άποδοχή των βυζαντινών πολιτιστικών στοιχείων ως την κοινή βάση, τόσο στη λογοτεχνία, δσο και στον πολιτιστικό βίο των ορθοδόξων Σλάβων, ως ένοποιό παράγοντα μέσα στον όποιο πολύ συχνά εξαφανίζονται οι εθνικές διαφοροποιήσεις και εμφανίζεται συνοχή και ένότητα σ’ ολόκληρο το σλαβικό μεσαίωνα. Αύστηρή κριτική πάνω στις άπόψεις που επικρατούσαν ως τις τελευταίες δεκαετίες για τις βυζαντινές επιδράσεις στήν άρχαία σλαβική λογοτεχνία, άσκησε και ο ρώσος σλαβολόγος I. P. Eremin. Αύτός είδε το πρόβλημα από διαφορετική άποψη. Το έρώτημά του είναι: πώς μπορούμε να μιλάμε για βυζαντινές επιδράσεις στην αρχαία σλαβική γραμματεία, όταν η τελευταία αύτή άγνοεί άπόλυτα τη σύγχρονη πνευματική ζωή του Βυζαντίου; η πνευματική ζωή της Βουλγαρίας άρχισε να άναπτύσσεται στήν έβδομη δεκαετία του 9ου αιώνα και της Ρωσίας στήν τελευταία δεκαετία του 10ου αιώνα.
Εντούτοις έργα λίγο προγενέστερων η σύγχρονων μεγάλων βυζαντινών συγγραφέων, όπως ο Λέων ο Μαθηματικός, ο Άρέθας, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ξιφιλίνος κ.ά., δεν μεταφράζονται στη σλαβική και συνεπώς παραμένουν άγνωστα στούς Σλάβους. Αύτό σημαίνει ότι οι Σλάβοι δεν ένημερώθηκαν ποτέ πάνω στη σύγχρονη βυζαντινή πνευματική ζωή, η οποία παρέμεινε γι’ αύτούς άγνωστη. ’Αντί των έργων των συγχρόνων, μεταφράζονταν έργα ιστορικά, συγγράμματα και λόγοι συγγραφέων της άρχαίας χριστιανικής και προβυζαντινής γραμματείας, γενικώς κείμενα τα όποια είχε πρωτοδιαβάσει το βυζαντινό λόγιο κοινό αιώνες νωρίτερα. Έτσι ο Eremin άπορρίπτει ως άπαράδεκτες τις άπόψεις που ως πρόσφατα έπικρατοΰσαν για τις βυζαντινές έπιδράσεις στήν άρχαία σλαβική γραμματεία. Γι’ αύτόν οι άντιδράσεις είναι περισσότερο πρωτοχριστιανικές παρά καθαρά βυζαντινές, έφόσον η σύγχρονη πνευματική ζωή της αύτοκρατορίας έμενε κλειστή και άγνωστη στούς Σλάβους. Ύστερα από όσα άναφέραμε, δεν υπάρχει άμφιβολία, ότι βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά σ’ ένα ούσιαστικό πρόβλημα. Καταρχήν θα πρέπει να διαγράψουμε τους δρόμους, τους όποιους άκολούθησε η μεταφύτευση,τήν οποία αναφεραμε, και στη συνεχεία να επισημανουμε τα σημεία εκείνα, που κατά τη γνώμη μας καθορίζουν, όχι άπλώς την ποσότητα, άλλά και την υφή των βυζαντινών στοιχείων, τα όποια μεταφυτεύτηκαν στήν πνευματική ζωή του σλαβικου κόσμου. ‘Οπωσδήποτε κεντρική θέση μέσα στο πρόβλημα κατέχει το μεταφρασμένο ελληνικό κείμενο, διότι αυτό, πέρα από κάθε άλλο στοιχείο, της τέχνης, του θεσμου κ.λ., είναι ο κατεξοχήν φορέας της ιδέας. Τελικά όλα τα άλλα στοιχεία προκύπτουν από το κείμενο και άποτελοΰν την υλοποίηση και την έκφραση της ιδέας που αυτό μεταφέρει. το βυζαντινό κείμενο εφτανε στο σλαβικό κόσμο ξεκινώντας από δύο μεγάλα πνευματικά και πολιτιστικά κέντραάρχικά από την Κωνσταντινούπολη, και μετά τον 11ο αιώνα και από το Αγιον ’Όρος. η άμεση γειτνίαση της Βουλγαρίας και της Σερβίας με το Βυζάντιο, ήταν φυσικό να συντελεί στήν ευκολότερη διάδοση του βυζαντινού κειμένου στις χώρες αύτές. Αν η σλαβική μετάφραση δεν είχε γίνει άμέσως στήν Κωνσταντινούπολη η στο “Αγιον ’Όρος, όπου όπως σήμερα γνωρίζουμε, ύπήρξαν Σλάβοι μεταφραστές, γινόταν σε πνευματικά κέντρα των δύο σλαβικών χωρών που άναφέραμε. Κυρίως μέσω των χωρών αυτών και πολύ λιγότερο άπευθείας, έφτανε τελικά η σλαβική μετάφραση στη Ρωσία, όπου γινόταν νέα γλωσσική επεξεργασία στήν άρχαία ρωσική. η διαδικασία της μεταβιβάσεως βυζαντινών κειμένων πρός τη Ρωσία συντελέστηκε σε δύο ιστορικές φάσεις. Ηη πρώτη άρχίζει από την έποχή του έκχριστιανισμου της Ρωσίας και εκτείνεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα, όταν πιά καταλύεται το πρώτο βουλγαρικό κράτος.
Δημιουργείται ενα κενό μεγάλο, το όποιο, κρατάει σχεδόν δύο αιώνες. Το δεύτερο βουλγαρικό κράτος ιδρύεται στά 1186, άλλά στά μέσα του 13ου αιώνα καταλύεται από τους Τατάρους το ρωσικό κράτος του Κιέβου και το Βυζάντιο εξάλλου δέχεται την κατοχή των Σταυροφόρων. Από το τέλος του 13ου αιώνα άρχίζει ούσιαστικά η δεύτερη φάση της μεγάλης κινήσεως κειμένων πρός τη Ρωσία, διότι άρχίζουν και πάλι οι στενές επαφές της χώρας αύτής, τόσο με το Βυζάντιο, όσο και με τις νότιες σλαβικές χώρες. Όπως είπαμε και παραπάνω, το έργο του Κυρίλλου και Μεθοδίου ήταν η δημιουργία μιας λόγιας γλώσσας για τους Σλάβους, και όταν λέμε λόγιας δεν εννοούμε μια σλαβική καθαρεύουσα, άλλά ένα εκφραστικό όργανο υψηλών και λεπτών εννοιών και όρων, οι όποιοι για πρώτη φορά έμπαιναν στο λόγο, που από προφορικός γινόταν γραπτός. Έφόσον η γλώσσα αύτή δημιουργήθηκε από βυζαντινά γλωσσικά έκμαγεία, ούσιαστικά η βυζαντινή μεταφύτευση άρχίζει σ’ αύτό άκριβώς το σημείο, για να άκολουθήσει στη συνέχεια μακρύ ιστορικό δρόμο. Πέρα από τα άπαραίτητα για τη χριστιανική λατρεία κείμενα, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος δεν έπέβαλαν στούς Σλάβους όποιασδήποτε μορφής γραμματεία. Η άποδοχή από μέρους των Σλάβων των τύπων και μορφών βυζαντινής πνευματικότητας δεν ήταν παθητική, άλλά συνέπεια έπιλογής. τα βυζαντινά κείμενα δεν έπιβλήθηκαν στον κόσμο τους, άλλ’ ούτε και είσέρρευσαν έκεί τυχαία έγινε έπιλογή από τους ίδιους τους Σλάβους, σύμφωνα με τη δεκτικότητα και τις άνάγκες τους16. Οι φιλοσοφικές ιδέες και οι θεολογικές διδασκαλίες που κυκλοφορούσαν στο Βυζάντιο τον 9ο και 10ο αιώνα, άργησαν πολύ να περάσουν στις σλαβικές χώρες, μερικές δέ από αύτές δεν έφθασαν ποτέ εκεί , διότι απλούστατα οι χώρες αυτές δεν είχαν τις πνευματικές και μορφωτικές προϋποθέσεις την γενικότερη πολιτιστική υποδομή για να τις δεχτούν. ’Ίσως αυτός ήταν ο λόγος, για τον όποιο οι Ελληνες επίσκοποι στη Βουλγαρία και στη Ρωσία, δεν έκαναν προσπάθεια να φέρουν σ’ επαφή τους Βουλγάρους και τους Ρώσους με τη σύγχρονη πνευματική ζωή του Βυζαντίου, διότι διαπίστωναν ότι δεν θα εύρισκαν ανταπόκριση στο κοινό των χωρών αυτών, από το όποιο έλειπε η κατάλληλη υποδομή. Άρκέστηκαν άπλώς στο να βοηθήσουν τους λαούς αύτούς να άποκτήσουν εκείνο, το όποιο οι ίδιοι άποζητουσαν. Έπρεπε οι Σλάβοι να περάσουν πρώτα από το ίδιο σχολείο, στο όποιο επί αιώνες ολόκληρους είχαν φοιτήσει οι Βυζαντινοί, και μ’ αύτό τον τρόπο να καλύψουν το τεράστιο κενό που υπήρχε ανάμεσα σ’ αύτούς και τους Βυζαντινούς. Έφόσον η άποδοχή του βυζαντινού κειμένου από τους Σλάβους δεν ήταν παθητική, άλλά προερχόταν από δική τους πρωτοβουλία, φυσικό ήταν η πρωτοβουλία αύτή να έπεκταθεί και στη δημιουργία πρωτότυπης δικής τους λογοτεχνικής παραγωγής. Έτσι από τον 9ο κιόλας αιώνα βλέπουμε την άνάπτυξη μιας καθαρά σλαβικής πρωτότυπης γραμματείας, στήν όποία κυριαρχεί η διαμορφωμένη από τον Κύριλλο και Μεθόδιο γλώσσα. Η γραμματεία αύτή δεν είναι δουλική μίμηση βυζαντινών προτύπων, άλλά αποτέλεσμα, θα μπορούσαμε να πούμε μιας βαθιάς άφομοιώσεως των έννοιολογικών και μορφολογικών στοιχείων των βυζαντινών πολιτιστικών άξιών καί δομών, οι όποιες είχαν μεταφυτευθεί στη σλαβική ζωή. Αύτό το βλέπουμε καθαρά στο σλαβικό πεζό λόγο που καλλιεργήθηκε στο τέλος του 9ου αιώνα από τον Κλήμη επίσκοπο ’Αχρίδας, όπως και στο ποιητικό έργο του συγχρόνου του επισκόπου Πρεσλάβας της Βουλγαρίας,Κωνσταντίνου. Ειδικότερα η ποιητική παραγωγή πολύ πετυχημένα χαρακτηρίστηκε ως «σλαβική άπόκριση στη βυζαντινή ποίηση» από τον κορυφαίο άμερικανό γλωσσολόγο R.Jakobson. ’Από τον 9ο λοιπόν αιώνα, δηλαδή λίγο μετά τη δημιουργία του γραπτού σλαβικού λόγου, ένώ άκόμη συντελεί ται η διαδικασία της βυζαντινής μεταφυτεύσεως, έχουμε την παράλληλη διεργασία της άφομοιώσεως, η όποία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η γονιμοποίηση του βυζαντινού στοιχείου μέσα στο χώρο της σλαβικής έθνικής αύτοσυνειδησίας.
Ή έπιλογή βυζαντινών κειμένων από τους Σλάβους ύπαγορευόταν, όπως είπαμε, από τις ανάγκες της θρησκευτικής και κοινωνικής τους ζωής. Στούς δύο πρώτους μετά τον έκχριστιανισμό τους αιώνες βλέπουμε να κυκλοφορούν μέσα στο σλαβικό κόσμο βυζαντινά κείμενα, τα όποια μπορούμε να κατατάξουμε σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) ομιλίες και παραινετικά έργα συγγραφέων της παλαιοχριστιανικής και πρωτοβυζαντινής περιόδου, β) έργα άρχαίων και βυζαντινών ιστορικών, καθώς και κείμενα μυθιστορηματικού χαρακτήρα με ιστορικό πυρήνα, όπως οι διηγήσεις για το Μέγα ’Αλέξανδρο, την άλωση της Τροίας και τον Διγενή ’Ακρίτα, γ) έργα φυσιογνωστικού και γεωγραφικού περιεχομένου και δ) κείμενα λαίκού χαρακτήρα, όπως οι άπόκρυφες διηγήσεις. ‘Οπωσδήποτε, αν έξαιρέσουμε το χρονικό του Γεωργίου Αμαρτωλού κανένα από τα κείμενα αύτά δεν άντιπροσωπεύει έργο σύγχρονου βυζαντινού συγγραφέα, και στο σημείο αύτό οι παρατηρήσεις του Eremin, που άναφέραμε, είναι άπόλυτα άκριβείς. ’Εντούτοις υπάρχει κάτι, το όποιο θα μπορούσαμε να άντιπαρατάξουμε σ’ αυτές. Μεταξύ τών μεταφρασμένων στη σλαβική βυζαντινών κειμένων της περιόδου αυτής κεντρικότατη θέση κατέχουν τα εργα του Μεγάλου Βασιλείου, του Ίωάννου Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου. ’Ιδιαίτερα οι Λόγοι εις την έξαήμερον του Μεγάλου Βασιλείου, οι όποιοι άποτελουν ενα άποθησαύρισμα γνώσεων της άρχαίας φυσικής, άστρονομίας και φυσιογνωσίας, μεταφρασμένοι από το Βούλγαρο λόγιο του 10ου αιώνα ’Ιωάννη Έξαρχο, γνώρισαν καταπληκτική διάδοση μέσα στον κόσμο των Σλάβων. Οι τρεις ‘Ιεράρχες, άναθραμμένοι μέσα στήν άρχαία έλληνική γνώση και τη χριστιανική πίστη, ήταν φορείς μορφωτικών άξιών και γνώσεων που προέρχονταν από δύο μεγάλες παραδόσεις, την κλασική έλληνική και τη χριστιανική. Το ότι ειδικότερα αύτών τα συγγράμματα έπιλέχτηκαν από τους Σλάβους για μετάφραση, δηλώνει την προτεραιότητα που τους έδιναν, διότι διαμέσου αύτών θα άποκτουσαν την άπαραίτητη προπαιδεία για να είσαχθουν άργότερα σε άλλους πνευματικούς χώρους. ’Εξάλλου η σκέψη του Βασιλείου και ειδικότερα του Γρηγορίου δεν παρουσίαζαν λιγότερη δυσκολία στήν κατανόησή τους άπ’ ότι ο στοχασμός του Ψελλου η του Ξιφιλίνου. Φορέας αύτου του είδους των γνώσεων από πολύ νωρίς εγιναν οι χειρόγραφες συλλογές ποικίλων έργων, οι όποιες άρχισαν να διαδίδονται στις σλαβικές χώρες. Η πρώτη συλλογή αύτου του είδους συντάχθηκε γύρω στο ετος 920 με εντολή του τσάρου των Βουλγάρων Συμεών, ο όποιος είχε σπουδάσει στήν Κωνσταντινούπολη και είχε τέτοια βυζαντινή παιδεία που να τον άποκαλουν «Ήμίαργον». Η συλλογή αυτή, που άποτελεί για την εποχή της εγκυκλοπαίδεια ολόκληρη θεωρητικών γνώσεων, περιλάμβανε τα έργα είκοσι τουλάχιστον χριστιανών και πρωτοβυζαντινών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων βεβαίως ήταν και οι τρεις Ιεράρχες. Μέσα στά έργα αυτά βρίσκουμε και συγγράμματα του Μαξίμου ‘Ομολογητή και του Θεοδώρου από τη Ραίθώ της Αίγύπτου, συγγραφέων του 7ου αιώνα, εργα τα όποια μετέφεραν στούς Σλάβους για πρώτη φορά τη φιλοσοφική ορολογία και τις λογικές κατηγορίες του ’Αριστοτέλη. Μ’ αυτό τον τρόπο η γνώση της αρχαίας έλληνικής σκέψης περνούσε στούς Σλάβους από δεύτερο χέρι, μέσα από τους χριστιανούς συγγραφείς που την είχαν σπουδάσει και τη γνώριζαν καλά. Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Πρός νέους, όπως αν εξ ελληνικών ώφελοίντο λόγων, είχε σαφώς διαγράψει την άξία της κλασικής παιδείας, της όποίας η γνώση είχε προσδιοριστεί ως προπαιδεία στη χριστιανική σκέψη. Μια άνάλογη θέση υπάρχει και στη σκέψη του ’Ιουστίνου Φιλοσόφου, του οποίου εργο έπίσης περιλήφθηκε στη συλλογή του τσάρου Συμεών. Ο ’Ιουστίνος αναγνώριζε σπέρματα άλήθειας στήν άρχαία έλληνική φιλοσοφία, την οποία και χαρακτηρίζει μέγιστόν κτήμα και τιμιώτατον Θεώ. Η επιστροφή στήν άναγνώριση αυτοτελούς άξίας στήν άρχαία φιλοσοφία, υστέρα από τη θεία άποκάλυψη, και η τοποθέτησή της σε ίση μοίρα με τη χριστιανική διδασκαλία, θεωρούνταν από τους βυζαντινούς θεολόγους ως οπισθοδρόμηση και ως διάσπαση της αρμονίας που είχε έπιτευχθει άνάμεσα στο ορθόδοξο δόγμα και στά καθιερωμένα εκφραστικά μέσα για την έρμηνεία του, τα όποια παρείχε η άρχαία έλληνική φιλοσοφία. Την εκτίμηση αυτής της θέσεως από τους Σλάβους τη διαπιστώνουμε στήν άπόφασή τους να μή μεταβουν κατευθείαν στις πηγές, άλλά να πάρουν άπ’ αυτές ό,τι τους χρειάζεται, διυλισμένο μέσα στη σκέψη χριστιανών συγγραφέων, των οποίων το κύρος ήταν άναμφισβήτητο και είχε ήδη οικουμενική άναγνώριση. Αύτή ήταν γι’ αύτούς η άσφαλής οδός, ιδιαίτερα στά πρώτα τους βήματα στη θεωρητική σκέψη, όταν άκόμη τους έλειπε έντελώς το στερεό υπόβαθρο, το όποιο διέθετε η βυζαντινή διανόηση. Ή χειρόγραφη συλλογή του τσάρου Συμεών πολύ γρήγορα πέρασε στη Ρωσία. Την ξαναβρίσκουμε σ’ ένα πολύτιμο εικονογραφημένο χειρόγραφο του έτους 1073, το όποιο άνήκε στον ήγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβ. Εξακολούθησε η άντιγραφή του και σήμερα μας είναι γνωστά 21 τουλάχιστον άπόγραφα, τα όποια καλύπτουν χρονική περίοδο πέντε αιώνων. Άλλά η διάδοση του βυζαντινού κειμένου στούς Σλάβους δεν περιοριζόταν σ’ αυτή μόνο τη συλλογή. Από το τέλος του 13ου και τις άρχές του 14ου αιώνα έχουμε πιά γνωστά μεταφραστικά κέντρα, όχι μόνο στις σλαβικές χώρες, άλλά και μέσα στο Βυζάντιο, κυρίως Κωνσταντινούπολη και Άγιον ’Όρος, η στις πρώην βυζαντινές κτήσεις, όπως η Ιερουσαλήμ και το ’Όρος Σινα. Στά κέντρα αύτά, σε άρμονική συμβίωση με τους Ελληνες, οι Σλάβοι εργάζονται εντατικά και άκατάπαυστα, μεταφράζοντας βυζαντινά κείμενα η διορθώνοντας παλιότερες μεταφράσεις. Τώρα πιά έχουν όλότελα διαμορφωθεί οι έπί μέρους σλαβικές γλώσσες και πέρα από μιά κοινή γλωσσική βάση ύπάρχουν οι έντονες άποχρώσεις που προσδιορίζουν την αυτοτέλεια και άνεξαρτησία της κάθε μιας άπ’ αύτές. Παράλληλα με την άρχική συλλογή του Συμεών, δημιουργούνται έκατοντάδες άλλες, το ίδιο πλούσιες η και πλουσιότερες σε περιεχόμενο, οι όποιες μεταφέρουν στον κόσμο των Σλάβων τις ιδέες, τις σκέψεις, τη θεολογία, τις φυσικές επιστήμες και την ιστοριογραφία του Βυζαντίου. Έκτος άπ’ αυτά όμως ο συγχρονισμός δεν έχει άκόμη επιτευχθεί. Ό 14ος αιώνας, όπως είναι γνωστό, άποτελεί για το Βυζάντιο περίοδο πνευματικής άνθήσεως. Αύτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η αύτοκρατορία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών της και βρίσκεται πιά κοντά στο τέλος της. Γενικότερα, ο αιώνας αύτός χαρακτηρίζεται από την παλαιολόγεια άναγέννηση, για την οποία έχουν γραφτεί ήδη πολλά. Η άναγέννηση αύτή άφορα όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής ζωής της αύτοκρατορίας, άνάλογες δέ έκδηλώσε ς βρίσκουμε στη Βουλγαρία του τσάρου Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), τη Σερβία του Στεφάνου Δουσάν (1331-1355) και των διαδόχων του, καθώς και στη μοσχοβιτική Ρωσία, η οποία εισέρχεται τώρα σε περίοδο πολιτικού συγκεντρωτισμού. Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον ’Όρος δίνει νέα πνοή το κίνημα του Ησυχασμού, το όποιο χαρακτηρίζεται από εμμονή στην ’Ορθοδοξία και βαθιά εσωτερικότητα της πνευματικής ζωής, η οποία τελικά καταλήγει σε δυναμικό μυστικισμό. Και ενώ τα άνατολικά στοιχεία του ορθόδοξου μυστικισμού δέχονται ισχυρή άνανέωση, συγχρόνως έλέγχοντα από το έλληνικό πνευμα, το όποιο επιβιώνει και μάλιστα ισχυροποιημένο. Η σύζευξη των δύο αύτών ροπών δημιουργεί νέα όψη του παραδοσιακού μυστικισμου, ο όποιος, έλευθερωμένος πάντοτε από την άνατολίτικη στατικότητα και άκινησία, κατορθώνει να συνδυάζει τη βαθιά μυστική εμπειρία με την έξωτερίκευση μέσα σε κοινωνική δραστηριότητα. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κινήσεως αυτής είναι οι Γρηγόριος Σιναί της, Γρηγόριος Παλαμάς και Φιλόθεος Κόκκινος. Τόσο αυτοί, όσο και οι υπόλοιποι ομοίδεάτες τους άναπτύσσουν μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα, η οποία καλύπτει ένα εκτεταμένο πεδίο. Προικισμένοι με πλούσια γνώση της θεολογικής γραμματείας, ιδιαίτερα οι δύο τελευταίοι, και με τη γνώση των φιλοσόφων και συγγραφέων της κλασικής άρχαιότητας, χρησιμοποιούν άφθονα τη γλώσσα τους για να έκφράσουν ιδέες που άντιστρατεύονται σαφώς στον έλεύθερο άδογμάτιστο ουμανισμό διότι σ’ αύτόν βλέπουν μια στείρα οπισθοδρόμηση, η όποία θα άγνοουσε το δύσκολο δρόμο που επί αιώνες είχε διανύσει η αυτοκρατορία στήν προσπάθεια να διαφυλάξει την πίστη της από τις αποκλίσεις, τις όποιες προκαλούσαν η λογικοκρατία και ο ανατολίτικος μυστικισμός. Το κίνημα αύτό, έκπροσωπούμενο από τις πιο λαμπρές και πνευματικά άγωνιστικές προσωπικότητες του Βυζαντίου, κατόρθωσε να έπιβληθεί στην πνευματική ζωή και να σφραγίσει με μιά άνανεωτική πνοή τον τελευταίο αιώνα της βυζαντινής αύτοκρατορίας. Τό ήσυχαστικό κίνημα μεταδίδεται άμέσως στη γειτονική Βουλγαρία και στη Σερβία, ύστερα δέ στη μακρινή Ρωσία, όπου άποκτά οπαδούς ανάμεσα στούς πιο μορφωμένους και πνευματικά εκλεπτυσμένους άνθρώπους της έποχής. Τον 14ο αιώνα το Άγιον ’Όρος και η Κωνσταντινούπολη κατακλύζονται από Σλάβους λόγιους μοναχούς, οι όποιοι γνωρίζουν την έλληνική και εργάζονται έντατικά πάνω σε μεταφράσεις έλληνικών κειμένων. Το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο των άνθρώπων αύτών είναι ψηλό καί, εχοντας ξεπεράσει πιά τα όρια μιας πλατιάς εγκύκλιας παιδείας, αποκτούν άμεση έπαφή με τα θεολογικά και γενικότερα ιδεολογικά ρεύματα που επικρατούν μέσα στη βυζαντινή κοινωνία. Η άμεση η έμμεση έπαφή τους με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, και η γνωριμία με το βαθύ θεολογικό τους εργο, όπου κυριαρχούν η ύψηλή σκέψη και η έκλεπτυσμένη έκφραση μέσω μιας δυσνόητης θεολογικής και φιλοσοφικής ορολογίας, τους άναγκάζει να ολοκληρώσουν την έκμάθησή της για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν από πιο κοντά τις συζητήσεις που γίνονται γύρω τους. Έτσι, στά μέσα του Μου αιώνα μεταφράζονται για πρώτη φορά από το Σέρβο λόγιο μοναχό Ήσαί α τα περίφημα συγγράμματα, τα γνωστά ως εργα του Διονυσίου ’Αρεοπαγίτου, τα όποια εισάγουν οριστικά τη νεοπλατωνική ορολογία στον ορθόδοξο μυστικισμό. Οσο η εμφάνιση των συγγραμμάτων αυτών τον 6ο αιώνα άποτέλεσε, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, σταθμό στήν ιστορία της σκέψης, έξίσου σπουδαίο γεγονός ύπήρξε για το σλαβικό κόσμο η μετάφρασή τους στη σλαβική το 14ο αιώνα, διότι του έδωσε τη βάση για την κατανόηση της ούσίας της μυστικής θεολογίας, αύτής της θεολογίας που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στο ρωσικό στοχασμό του 19ου και 20ου αιώνα.
Με τη μετάφραση αύτή μπόρεσε ο σλαβικός κόσμος να παρακολουθήσει για πρώτη φορά μόλις το 14ο αιώνα τις σύγχρονες πνευματικές κινήσεις του Βυζαντίου. ’Επακόλουθο ήταν να μεταφραστούν άμέσως στη σλαβική έργα σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων όπως π.χ. των Γρηγορίου Σιναί του, Φιλοθέου Κόκκινου, Γρηγορίου Παλαμά, Νικολάου Καβάσιλα, άλλά και των άντιπάλων τους, Βαρλαάμ του Καλαβρου, και του Γρηγορίου ’Ακινδύνου. Οι Σλάβοι έχουν φτάσει τώρα στήν πλήρη ένημέρωσή τους πάνω στήν πνευματική κίνηση του Βυζαντίου και από δώ και πέρα μπορούμε να μιλάμε καθαρά για βυζαντινές έπιδράσεις στο σλαβικό κόσμο, ο όποιος έχει περάσει πιά προ πολλου στη φάση της ώριμης αύτοτελους γραμματείας. Κατά το 14ο και 15ο αιώνα, πέρα από το ήσυχαστικό κίνημα που κυριαρχεί έντονα στο Βυζάντιο με κέντρα την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον ’Όρος, συντελείται και μια άξιόλογη στροφή πρός την άρχαιογνωσία. Η γλώσσα των βυζαντινών συγγραφέων της περιόδου αύτής είναι μια άναβιωμένη άττικίζουσα, με πολλά ρητορικά σχήματα, λεπτή στήν έκφραση, εύέλικτη και πνευματώδης. η παλαιολόγεια άναγέννηση φέρνει μαζί της τον νεοκλασικισμό. Αύτή η άναγέννηση άντικατοπτρίζεται σε μεγάλο άριθμό έλληνικών χειρογράφων, άλλά και σλαβικών. τα πνευματικά κέντρα της Βουλγαρίας και της Σερβίας, στά όποια καλλιεργείται, τη μεταδίδουν άμέσως στη Ρωσία, η οποία διατηρεί συγχρόνως και άμεση επαφή με τα βυζαντινά κέντρα. Ο ελληνικός νεοκλασικισμός δημιουργεί κατ’ επαγωγή ανάλογο σλαβικό. Οι Σλάβοι στρέφονται και αυτοί στη δική τους άρχαιότητα και τη φέρνουν ξανά στήν έπιφάνεια. Μελετούν και αντιγραφούν τις πηγές που αφορούν τον εκχριστιανισμό τους, τη φιλολογική δραστηριότητα του Κυρίλλου και Μεθοδίου, τη δημιουργία της σλαβικής γραφής και της γραφόμενης γλώσσας, αύτή είναι η δική τους άρχαιότητα και κλασική έποχή. Παράλληλα όμως παρακολουθούν και τον βυζαντινό νεοκλασικισμό. Μνημονεύονται στά εργα τους ο Θουκυδίδης, ο Ίώσηπος Φλάβιος, ο Όμηρος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος κ.ά. σε λίγο τις μορφές αυτές θα τις δούμε σε τοιχογραφίες των ναών τους, δίπλα στούς άγιους της ’Εκκλησίας, όπως άκριβώς συνέβαινε στον έλληνικό κόσμο των υστεροβυζαντινών χρόνων. Ή παρουσία των πολιτιστικών άξιων του Βυζαντίου μεταξύ των Σλάβων έγνώρισε, όπως είδαμε, τρεις ουσιαστικές φάσεις: τη μεταφύτευση, την άφομοίωση και την έπίδραση. Ούσιαστικό ρόλο στη διαδικασία αύτή, που κράτησε αιώνες, διαδραμάτισαν η γλώσσα και το κείμενο. με τη μεταφύτευση ο κόσμος των Σλάβων άπέκτησε γλώσσα και λογοτεχνία, ενώ συγχρόνως δέχτηκε τις βυζαντινές πολιτιστικές δομές. Με την άφομοίωση των βυζαντινών στοιχείων, που του έδωσε η μεταφύτευση, κατόρθωσε να διαμορφώσει δική του αύτοτελή λογοτεχνία και εθνικό πνευματικό βίο. Στη φάση των έπιδράσεων δέχεται και έπιλέγει ιδέες, έκφραστικούς τρόπους, λογοτεχνικό είδος και υφος. Γενικότερα όμως ο σλαβικός κόσμος άποκτα ενα βαθύ πολιτιστικό ύπόβαθρο, το όποιο τον δένει με τις δομές της μεγάλης βυζαντινής πνευματικής παραδόσεως και γέννα καταβολές. ‘Ορόσημο αύτής της παραδόσεως παραμένει μέχρι τις ήμέρες μας η κυριλλική γραφή,πού εύλαβικά κρατιέται αμετάβλητη και άλώβητη σε δλες έκεί νες τις σλαβόφωνες χώρες, οι όποιες απαρχής έμειναν πνευματικά δεμένες με το Βυζάντιο. Οι πολιτικές και κοινωνικές άλλαγές και σχέσεις, όποιες και άν ύπήρξαν στη ροή των αιώνων, δέ στάθηκαν ικανές να αλλοιώσουν όλότελα την ύφή των άξιών που συνδέουν το σλαβικό κόσμο της κυριλλικής γραφής με την έλληνική βυζαντινή παράδοση. Η παράδοση αύτή επιβιώνει περισσότερο στη λαίκή ψυχή, διότι σ’ εκείνη έχει τις ρίζες της. Μέσα σ’ αύτή έχει διαμορφωθεί ένα κοσμοείδωλο, που όσο κι άν έχει ξεθωριάσει, πάντα μπορεί να άναγνωριστεί το άρχέτυπό του. η κυριλλική γραφή, που μόνιμα φέρνει στη μνήμη τον θεσσαλονικέα έκπολιτιστή Κύριλλο, πέρα από τη μορφολογική της συγγένεια με την έλληνική, παραμένει μάρτυρας μιας άρχικής πνευματικής πατρίδας. ‘Οποιοσδήποτε βυζαντινός διανοούμενος, βάζοντας στη θέση της αρχαίας ’Αθήνας την ένδοξη Κωνσταντινούπολη η την αειθαλή Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε άδίστακτα να έπαναλάβει τα αθάνατα λόγια του ’Ισοκράτη: «Τοσούτον δ’ άπολέλοιπεν η πόλις ήμών περί το φρονεί ν και λέγειν τους άλλους άνθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους άλλά της διανοίας δοκεί ν είναι, και μάλλον ‘Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ήμετέρας η τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». Πηγή: http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/10/blog-post_5.html 7 Οκτωβρίου, 2012 — vatopaidifriend4