Thursday, October 18, 2012

19χρονη ξύπνησε από κώμα την ώρα που θα της αφαιρούσαν τα όργανα.


Η 19χρονη Καρίνα μετά από ένα φοβερό αυτοκινητιστικό ατύχημα έπεσε σε κώμα και σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν απίθανο να συνέλθει. Η 19χρονη νοσηλευόταν σε κατάσταση κώματος στο νοσοκομείο Aarhus στη Δανία και οι γιατροί θεωρούσαν τόσο απίθανο το έφηβο κορίτσι να συνέλθει με αποτέλεσμα να πείσουν την οικογένειά της να σταματήσει η θεραπέια και να δωρίσουν τα όργανά της. Την ώρα που γιατροί προετοιμάζονταν για να της αφαιρέσουν τα όργανα έκπληκτοι οι υπάλληλοι του νοσοκομείου τους ενημλερωσαν πως το κορίτσι άνοιξε τα μάτια του και κούνησε τα πόδια της. Η Καρίνα, ζωντανή απόδειξη ότι συμβαίνουν θαύματα αυτήν την περίοδο αναρώνει σ ένα ειδικό κέντρο αποκατάστασης και μάλιστα μπορεί και περπατάει, μιλάει και ιππεύει και το αγαπημένο της άλογο! Οι γονείς του κοριτσιού που στάθηκε την τελευταία στιγμή τυχερή και έζησε, αποφάσισαν να μηνύσουν τους γιατρούς του νοσοκομείου και μάλιστα καταγγέλουν πως κάτι ύποπτο βρίσκεται πίσω από την απόφασή τους να δωρίσουν τα όργανα της κόρης τους. Σύμφωνα με τους ίδιους, το παιδί τους νοσηλευόταν μόλις 3 ημέρες και οι γιατροί βιάστηκαν να τους πείσουν πως δε θα ζήσει. Υποστηρίζουν πως οι γιατροί έιχαν κάποιο λόγο που ήθελαν να "σκοτώσουν" την κόρη τους για να πάρουν τα ζωτικά της όργανα.
Από την άλλη οι γιατροί υποστηρίζουν πως δεν έγινε σωστή συνεννόηση με τους γονείς του κοριτσιού και πως η θεραπέια που της χορήγησαν ουσιαστικά την έσωσε. Η υπόθεση θα συνεχιστεί στα δικαστήρια... Το μόνο σίγουρο είναι πως η Καρίνα κέρδισε τη ζωή της!
Από Newsit.gr | NewsIT – 3 ώρες πριν

Tuesday, October 16, 2012

Η Βυζαντινή Σημαία – Δικέφαλος ή σταυρός;


Αν ρωτήσει κανείς δέκα τυχαίους ανθρώπους, πώς είναι η βυζαντινή σημαία, οι 9 από τους 10 που θα δώσουν μια απάντηση -αν όχι και οι δέκα- θα απαντήσουν η κίτρινη με το δικέφαλο αετό. Είναι η σημαία που κυριαρχεί έξω από όλες σχεδόν της εκκλησίες και τα μοναστήρια της χώραςκαι έχει υιοθετηθεί ως σύμβολο από την εκκλησία της Ελλάδος. Ποια έιναι όμως η αλήθεια; Ήταν η σημαία με το δικέφαλο το επίσημο σύμβολο αυτοκρατορίας; Τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας ως το 1204 Aφήνοντας την αναλυτική εξέταση των εμβλημάτων της αυτοκρατορίας διαχρονικά σε μια μελλοντική ανάρτηση, θα αναφερθούμε επιγραμματικά στη χρήση τους. Ως πρώτο σύμβολο μπορεί δικαίως να θεωρηθεί το λάβαρο που κατασκεύασε ο Μέγας Κωνσταντίνος πριν από τη μάχη στη Μουλβία γέφυρα- Σταυρός με την επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”. Εγκαινιάζεται έτσι η χριστιανική περίοδος του κράτους και ουσιαστικά η σταδιακή μεταστροφή της “Ρωμαϊκής” σε “Βυζαντινή” αυτοκρατορία. Παρ’ότι δεν καταγράφεται συγκεκριμένη σημαία της αυτοκρατορίας (με τη σύγχρονη έννοια) , οσταυρός σε διάφορες παραλλαγές και κυρίως σε συνδυασμό με το ΧΡ έχει βρεθεί σε πλήθος ευρημάτων (ψηφιδωτά, γλυπτά, τοιχογραφίες). Παράλληλα δεν εγκαταλείφθηκε και ο κλασσικόςρωμαϊκός αυτοκρατορικός αετός η χρήση του οποίου φαίνεται να γνωρίζει κάποια αναβίωση κατά τη Μακεδονική δυναστεία (867-1054).
Ο δικέφαλος αετός Ο δικέφαλος αετός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Σουμέριους, ως σύμβολο του φτερωτού θεού Νινουρτά. Στη συνέχεια πέρασε στους Χετταίους, από τον πολιτισμό των οποίων έχουν σωθεί πέτρινα ανάγλυφα που απεικονίζουν δικέφαλους αετούς. Το μυθικό πλάσμα συνέχισε να αποτελεί τόσο διακοσμητικό μοτίβο, όσο και μέρος διηγήσεων και παραδόσεων σε διάφορες περιοχές της Μέσης Ανατολής- από το Ιράν και την Αρμενία ως τη Μικρά Ασία. Στην Παφλαγονία συγκεκριμένα επιβίωσε ο μύθος του χάγκα, τεράστιου δικέφαλου αετού τιμωρού της αδικίας. Επηρεασμένος από αυτήν την παράδοση ίσως ο Ισαάκ Κομνηνός (1057-1059) τον υιοθέτησε ως προσωπικό του σύμβολο. Η χρήση του δικέφαλου όμως δε γενικεύτηκε πριν το 1204, όταν τον χρησιμοποίησαν οι Λάσκαρεις και αργότερα οι Παλαιολόγοι, μετά την τέταρτη Σταυροφορία και την επαφή με την πλούσια εραλδική παράδοση της Δύσης. Aποτέλεσε τόσο οικόσημο των Παλαιολόγων (αλλά και του Καντακουζηνού, των Λασκέρεων και άλλων επιφανών οικογενειών), όσο και διακοσμητικό μοτίβο σε επίσημα ενδύματα και ταπεινά πιάτα. Ήταν όμως ο αετός αυτός το σύμβολο του Κράτους, προσωπικό έμβλημα ή κάτι άλλο;
Η σημαία της Αυτοκρατορίας σε πηγές και χειρόγραφα (1204-1453) Στις πηγές συναντούμε σποραδικές αναφορές, που αν και αποσπασματικές μας οδηγούν στην επίσημη σημαία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά την τελευταία της περίοδο. To “Βιβλίο όλων των Βασιλείων”, που γράφθηκε στα 1350 και εξιστορεί τα ταξίδια ενός μοναχού από την Καστίλλη, είναι εικονογραφημένο με 130 σημαίες. Οι σημαίες 94,96,97,98 είναι όμοιες -χρυσός σταυρός και 4 πυρέκβολα σε κόκκινο φόντο- και σύμφωνα με το βιβλίο ανήκουν στους “βασιλείς” της Θεσσαλονίκης,της Ελλάδας (“της αληθινής Ελλάδας και της αυτοκρατορίας των Ελλήνων” / “la vera Grecia e el imperio de los Griegos”), του “Lodomago” (ή “Recrea” σε άλλη έκδοση, πιθανόν η Ηράκλεια του πόντου) και του “Castelle”. Επίσης ως σύμβολο του “βασιλιά της Κωνσταντινούπολης” παρουσιάζεται παρόμοια σημαία που περιλαμβάνει και το σταυρό του Αγίου Γεωργίου. O “Kαταλανικός Άτλας”, αποδίδεται στον Cresques Abraham, έναν από τους καλύτερους χαρτογράφους της εποχής, σχεδιάστηκε το 1375 και είναι ένας λεπτομερής χάρτης στον οποίο απεικονίζονται εκτός των άλλων οι σημαίες των κρατών. Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Ηράκλεια του Πόντου εμφανίζεται να κυματίζει η τετραγράμματη σημαία με το σταυρό. Στο “Περί Οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας” του Γεώργιου Κωδινού αναφέρεται σχετικά με το φλάμουλο του Μεγάλου Δουκός (ναυάρχου) : “και οι μεν εις τα έτερα (πλοία) ευρισκόμενοι άρχοντες ως κεφαλαί ιστώσι το σύνηθες βασιλικόν φλάμουλον ήτοι τον σταυρόν μετά πυρεκβόλων’ ούτος δε ο μέγας δουξ την του βασιλέως στήλην ίστησιν έφιππον”. Με άλλα λόγια σε όλα τα πλοία εκτός του πλοίου του ναυάρχου κυμάτιζε το “σύνηθες βασιλικό φλάμουλο” που δεν ήταν άλλο από την πορφυρή σημαία με το χρυσό σταυρό και τα 4 Β.Στηριζόμενοι λοιπόν στις πηγές μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα πως επίσημη σημαία της Αυτοκρατορίας κατά την ύστερη περίοδο, ή απλά η “βυζαντινή σημαία” δεν ήταν η κίτρινη με το δικέφαλο αετό…αλλά η κόκκινη/πορφυρή με το χρυσό ισοσκελή ελληνικό σταυρό και τα 4 Β(πυρέκβολα ή βήτα / Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλευόντων.
ΠΗΓΕΣ: Γεώργιου Κωδινού, “Περί Οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας”, publ. Immanuel Bekker,1889 N.Zapheiriou,the greek flag from antiquity till present,athens 1947 crwflags.com Πηγή: proskynitis.blogspot.gr 16 Οκτωβρίου, 2012 — vatopaidifriend4

Sunday, October 7, 2012

Βυζαντινή Μακεδονία: Η Πνευματική κληρονομιά του Κυρίλλου και Μεθοδίου στους Σλάβους


του ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΤΑΧΙΑΟΥ Καθηγητού ΑΠΘ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980 ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 862 η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια διπλωματική αντιπροσωπεία του ηγεμόνα της Μεγάλης Μοραβίας Ροστισλάβ. οι πρεσβευτές παρουσιάστηκαν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και του δήλωσαν ότι επιθυμία του ηγεμόνα τους ήταν να του στείλει ανθρώπους, οι όποιοι θα μπορούσαν να διδάξουν στους Μοραβούς τη χριστιανική πίστη στη δική τους, σλαβική γλώσσα. ο κλήρος έπεσε σε δύο αδελφούς από τη Θεσσαλονίκη, στον Κωνσταντίνο-Κύριλλο, τον επονομαζόμενο «φιλόσοφο», και στον ιερομόναχο Μεθόδιο. Το επόμενο έτος οι δύο αδελφοί, συνοδευόμενοι από ομάδα συνεργατών, ξεκίνησαν για τη Μοραβία έχοντας ήδη μαζί τους ένα έτοιμο αλφάβητο της σλαβικής γλώσσας και μεταφράσεις εκκλησιαστικών βιβλίων από την ελληνική στη σλαβική. Από τη στιγμή εκείνη ο κόσμος των Σλάβων συνδεόταν πνευματικά και πολιτιστικά με το Βυζάντιο. Βρισκόμαστε στον ένατο αιώνα. Στο Βυζάντιο μόλις έχει κοπάσει η αναταραχή, την οποία είχε προκαλέσει η εικονομαχία και η αυτοκρατορία εισέρχεται πάλι σε περίοδο πνευματικής ακμής. Τα γράμματα και οι τέχνες γνωρίζουν άνθηση, έξίσου ρωμαλέα είναι και η έσωτερική οργάνωση του κράτους. Τη στιγμή που ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος αναχωρούν για τη Μοραβία στη βυζαντινή πρωτεύουσα δεσπόζουν δύο μεγάλες μορφές των γραμμάτων και της επιστήμης, ο πατριάρχης Φώτιος και ο Λέων ο Μαθηματικός. Ενα χρόνο μετά την αποστολή στη Μοραβία, δηλαδή το 864, θα δεχτεί και η Βουλγαρία το Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και έτσι θα τεθεί και αυτή κάτω από την πνευματική και πολιτιστική στέγη της αυτοκρατορίας. Την ίδια σχεδόν εποχή ολοκληρώνεται και ο εκχριστιανισμός της Σερβίας. ‘Έναν αιώνα άργότερα δέχεται το βάπτισμα από την Κωνσταντινούπολη και ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος. Η μεταστροφή αύτή των Σλάβων στήν ’Ορθοδοξία επιτελείται όπως είπαμε, σε μια περίοδο ακμής της πνευματικής ζωής της αύτοκρατορίας, η οποία διαδοχικά πέρνα από τον εγκυκλοπαιδικό ιστορισμό στον κλασικό άνθρωπισμό. Στήν παιδεία αναβιώνει η κλασική αρχαιότητα η φιλοσοφία του ’Αριστοτέλη και του Πλάτωνα αποκτά νέους οπαδούς, συγχρόνως όμως ανθίζει και η βυζαντινή θεολογία. Και ένώ μέσα στη βυζαντινή ζωή, η οποία σφύζει και πάλι από τις αναγεννητικές κινήσεις, οι θεολογικές και φιλοσοφικές συζητήσεις φτάνουν σε υψηλά επίπεδα και σε άναζητήσεις άνανεωμένων τρόπων έκφράσεως, ο κόσμος των Σλάβων μόλις και αρχίζει να μαθαίνει το αλφάβητο και να διαβάζει τις πρώτες λέξεις στη γλώσσα του από χειρόγραφα μεταφράσεων ελληνικών κειμένων, πάνω στά όποια είναι ακόμη νωπή η μελάνη. Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, έκτος από τη δημιουργία του αλφαβήτου είχαν επωμιστεί ένα πολύ βαρύτερο και ουσιαστικότερο έργο, να φέρουν δηλαδή τους Σλάβους μέσα στο χώρο της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής του Βυζαντίου, και το έργο αυτό ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο. Με το έργο των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος των Σλάβων αποκτά για πρώτη φορά αλφάβητο και πέρνα από τον προφορικό στο γραπτό λόγο. Τα εκκλησιαστικά κείμενα βγαίνουν μέσα από παράδοση αιώνων, είναι φορείς μιας ορολογίας ολότελα άγνωστης στο νεοφώτιστο κόσμο. Αύτός ο κόσμος εκφραζόταν ως τώρα με τη χρησιμοποίηση ενός σχετικά φτωχού λεξιλογίου, το όποιο περιέκλειε λέξεις που αναφέρονταν στην καθημερινή, αγροτική η στρατιωτική ζωή. Είχε λαϊκό παραμύθι και δημοτικό τραγούδι, μέσα στα όποια χρησιμοποιούνταν λεξιλόγιο, με το όποιο εκφράζονταν τα ανθρώπινα συναισθήματα γύρω από τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη και τις πράξεις των ηρωικών και μυθικών μορφών, αλλά του έλειπε σχεδόν ολότελα η αφηρημένη ορολογία, η τόσο απαραίτητη για το ξεκίνημα πνευματικής ζωής υψηλότερης στάθμης. Η πρώτη του επαφή με το γραπτό λόγο γίνεται με τη μετάφραση του Ευαγγελίου ενός κειμένου κατά βάση λαϊκού. Λιγότερο απλές στην έκφραση, και ιδιαίτερα στα νοήματα, είναι οι επιστολές των αποστόλων Παύλου, Πέτρου και ’Ιωάννη, το ίδιο δυσνόητη για τον αμόρφωτο είναι ως ένα σημείο και η εκκλησιαστική υμνογραφία. Δεν έχει σημασία αν τη διαβάζει η την ακούει στη γλώσσα που μιλάει ο ίδιος, σημασία έχει ότι περικλείει όρους που έχουν σμιλευτεί μέσα σε μία παράδοση αιώνων, και αυτοί ακριβώς οι όροι λείπουν από τη σλαβική γλώσσα. Έτσι αρχίζει η δημιουργία των σύνθετων αφηρημένων η μή ούσιαστικών και έπιθέτων, που δεν είναι τίποτε αλλο από γλωσσικά έκτυπα (τά γνωστά στη γλωσσολογία caiques) των άντίστοιχων έλληνικών.
Συγχρόνως στην αρχαία σλαβική εισρέει μεγάλος αριθμός αμετάφραστων δανείων από την ελληνική. Ένώ λοιπόν στο Βυζάντιο γίνονται συζητήσεις γύρω άπό τά φιλοσοφικά συστήματα των Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Πλωτίνου, Πρόκλου κ.ά. φιλοσόφων, ο κόσμος των Σλάβων προσπαθεί να εθιστεί σε μια νέα ορολογία, που ως χτες αγνοούσε ολότελα, και η οποία βρίσκεται διάχυτη στο Ευαγγέλιο και στα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Τώρα, για πρώτη φορά, ο σχεδόν παρθένος πολιτιστικά κόσμος των Σλάβων, κάνει τη γνωριμία με τον ώριμο βυζαντινό πολιτισμό, ο όποιος μέσα στήν ’Ορθοδοξία είχε συζεύξει τις πνευματικές και πολιτιστικές καταβολές του αρχαίου ελληνικού ρωμαίκου και άνατολικού πολιτισμού και είχε από αιώνες επιτύχει μια μεγαλειώδη σύνθεση των πιο γόνιμων στοιχείων που του κληροδότησαν οι προηγούμενοι πολιτισμοί. Αυτή η συνάντηση των Σλάβων με το Βυζάντιο είναι αναπόφευκτο να καλεί τον επιστήμονα στην έρευνα ένός πλήθους προβλημάτων, τα όποια άκριβώς άνακύπτουν από τη δημιουργούμενη σχέση δότη και άποδέκτη και από τη μορφή και τους τρόπους προσφοράς και δεκτικότητας. Με μιά λέξη τα προβλήματα αύτά συνοψίζονται σε ένα και θεμελιώδες, δηλαδή τί θα μπορούσε ο θρησκευτικά νεοφώτιστος και χωρίς πολιτιστική και πνευματική ύποδομή κόσμος των Σλάβων να δεχτεί από το πολιτιστικά ώριμο και προηγμένο ορθόδοξο Βυζάντιο; Ή έπιστήμη της σλαβολογίας, ως σχεδόν τις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, περιοριζόταν στήν άναλυτική έρευνα των επιδράσεων του Βυζαντίου πάνω στούς Σλάβους, έντοπίζοντας κυρίως κείμενα, πνευματικά κέντρα και γεωγραφικές περιοχές. Μόλις στά τελευταία χρόνια άρχισε μια συνθετική θεώρηση του θέματος και εκτίμηση των προβλημάτων κάτω από συνολική προοπτική. Την ώθηση γι’ αύτου του είδους την ερευνά την έδωσε ο διαπρεπής Ρώσος ιστορικός της λογοτεχνίας και σλαβολόγος D. S. Lichacev, ο όποιος τοποθέτησε ολόκληρο το θέμα πάνω σε νέα βάση και το είδε κάτω από εντελώς καινούργιο πρίσμα. ’Ενώ έπί εναν αιώνα τώρα οι έρευνητές μιλουσαν για βυζαντινές έπιδράσεις πάνω στον κόσμο των Σλάβων, ο Lichacev προτείνει την κατάργηση του όρου «έπιδράσεις», γιατί δεν βλέπει να άνταποκρίνεται άπόλυτα στά πράγματα, ούτε και να εκφράζει ορθά την ούσία τους. Με την άποδοχή της ’Ορθοδοξίας από το Βυζάντιο, ό κόσμος των Σλάβων άποδέχτηκε ταυτόχρονα και ένα πλήθος πολιτιστικών και μορφωτικών στοιχείων, φορέας των οποίων ύπήρξαν κυρίως τα βυζαντινά κείμενα, τα όποια κυκλοφόρησαν ανάμεσα τους σε σλαβική μετάφραση. Και ενώ οι Σλάβοι έχουν μόνο προφορική λαίκή παράδοση παραμυθιού η τραγουδιού ο γραπτός λόγος αρχικά μεταφέρεται σ’ αυτούς αυτούσιος από το Βυζάντιο. Έτσι η αποδοχή του γραπτού λόγου, όσο και των άλλων στοιχείων των οποίων είναι φορέας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίδραση, αλλά ως μεταφύτευση (transplantation) του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων. Η επίδραση είναι κατανοητή μόνον όταν υπάρχει προηγουμένως ιθαγενής πολιτιστικός και πνευματικός βίος, ο όποιος δέχεται από έξω στοιχεία νέα, τα όποια και εντάσσει στις δικές του κατηγορίες. Στον πνευματικά παρθένο κόσμο των Σλάβων του 9ου και 10ου αιώνα, ο όποιος χρησιμοποιεί ακόμη ένα κοινό για όλη την εθνική οικογένεια, γλωσσικό όργανο, την παλαιοσλαβική, μεταφυτεύονται τα βυζαντινά πολιτιστικά στοιχεία αυτούσια και αδιαφοροποίητα και μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται ενας πολιτισμός-διάμεσο η φορέας, ο όποιος είναι καθαρά βυζαντινός. ‘Όταν πια μετά τον 11ο αιώνα ο γραπτός λόγος θα έχει γνωρίσει άξιόλογη άνάπτυξη μεταξύ των Σλάβων, όταν πιά θα άρχίσουν να άναπτύσσονται οι εθνικές τους γλώσσες και η έθνική λογοτεχνική παραγωγή καθένα από αύτούς, όταν η αύτοτέλεια θα γίνει πιά αισθητή, τότε μόνο μπορουμε να μιλήσουμε για έπιδράσεις. Άλλά και πάλι οι δεσμοί με τον άρχικό βυζαντινό πολιτισμό-φορέα δεν θα καταλυθουν, γιατί τώρα εχουμε μπροστά μας τη σλαβική παραλλαγή του βυζαντινού πολιτιστικού στοιχείου, αύτό που ειδικότερα για τη Ρωσία, ο μεγάλος ρώσος θεολόγος G. Florovskij εχει άποκαλέσει «ρωσικό βυζαντινισμό».
Ανάλογες με τις εκτιμήσεις του Lichacev είναι και έκεί νες άλλου διαπρεπούς σλαβολόγου, του R. Picchio, ο όποιος μέσα στον πολιτισμό και τη λογοτεχνία των άνατολικών και νότιων Σλάβων βλέπει να προεκτείνεται διαχρονικά μια μόνιμη πολιτιστική βάση, την οποία και ονομάζει Slavia ortodoxa. Αύτή χαρακτηρίζεται κυρίως από τα βυζαντινά στοιχεία και από το παλαιοσλαβικό γλωσσικό ύπόβαθρο, εκείνο που δημιουργήθηκε στήν εποχή του Κυρίλλου και Μεθοδίου και το όποιο επιβίωσε ως τους νεώτερους χρόνους μέσα από την κοινή εκκλησιαστική γλώσσα των ορθοδόξων Σλάβων. Εστω και αν ύπάρχουν διαφορές στις έπιμέρους λεπτομέρειες άνάμεσα στις άπόψεις των δύο επιστημόνων που άναφέραμε, εντούτοις και οι δύο συγκλίνουν άπόλυτα στήν άποδοχή των βυζαντινών πολιτιστικών στοιχείων ως την κοινή βάση, τόσο στη λογοτεχνία, δσο και στον πολιτιστικό βίο των ορθοδόξων Σλάβων, ως ένοποιό παράγοντα μέσα στον όποιο πολύ συχνά εξαφανίζονται οι εθνικές διαφοροποιήσεις και εμφανίζεται συνοχή και ένότητα σ’ ολόκληρο το σλαβικό μεσαίωνα. Αύστηρή κριτική πάνω στις άπόψεις που επικρατούσαν ως τις τελευταίες δεκαετίες για τις βυζαντινές επιδράσεις στήν άρχαία σλαβική λογοτεχνία, άσκησε και ο ρώσος σλαβολόγος I. P. Eremin. Αύτός είδε το πρόβλημα από διαφορετική άποψη. Το έρώτημά του είναι: πώς μπορούμε να μιλάμε για βυζαντινές επιδράσεις στην αρχαία σλαβική γραμματεία, όταν η τελευταία αύτή άγνοεί άπόλυτα τη σύγχρονη πνευματική ζωή του Βυζαντίου; η πνευματική ζωή της Βουλγαρίας άρχισε να άναπτύσσεται στήν έβδομη δεκαετία του 9ου αιώνα και της Ρωσίας στήν τελευταία δεκαετία του 10ου αιώνα.
Εντούτοις έργα λίγο προγενέστερων η σύγχρονων μεγάλων βυζαντινών συγγραφέων, όπως ο Λέων ο Μαθηματικός, ο Άρέθας, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ξιφιλίνος κ.ά., δεν μεταφράζονται στη σλαβική και συνεπώς παραμένουν άγνωστα στούς Σλάβους. Αύτό σημαίνει ότι οι Σλάβοι δεν ένημερώθηκαν ποτέ πάνω στη σύγχρονη βυζαντινή πνευματική ζωή, η οποία παρέμεινε γι’ αύτούς άγνωστη. ’Αντί των έργων των συγχρόνων, μεταφράζονταν έργα ιστορικά, συγγράμματα και λόγοι συγγραφέων της άρχαίας χριστιανικής και προβυζαντινής γραμματείας, γενικώς κείμενα τα όποια είχε πρωτοδιαβάσει το βυζαντινό λόγιο κοινό αιώνες νωρίτερα. Έτσι ο Eremin άπορρίπτει ως άπαράδεκτες τις άπόψεις που ως πρόσφατα έπικρατοΰσαν για τις βυζαντινές έπιδράσεις στήν άρχαία σλαβική γραμματεία. Γι’ αύτόν οι άντιδράσεις είναι περισσότερο πρωτοχριστιανικές παρά καθαρά βυζαντινές, έφόσον η σύγχρονη πνευματική ζωή της αύτοκρατορίας έμενε κλειστή και άγνωστη στούς Σλάβους. Ύστερα από όσα άναφέραμε, δεν υπάρχει άμφιβολία, ότι βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά σ’ ένα ούσιαστικό πρόβλημα. Καταρχήν θα πρέπει να διαγράψουμε τους δρόμους, τους όποιους άκολούθησε η μεταφύτευση,τήν οποία αναφεραμε, και στη συνεχεία να επισημανουμε τα σημεία εκείνα, που κατά τη γνώμη μας καθορίζουν, όχι άπλώς την ποσότητα, άλλά και την υφή των βυζαντινών στοιχείων, τα όποια μεταφυτεύτηκαν στήν πνευματική ζωή του σλαβικου κόσμου. ‘Οπωσδήποτε κεντρική θέση μέσα στο πρόβλημα κατέχει το μεταφρασμένο ελληνικό κείμενο, διότι αυτό, πέρα από κάθε άλλο στοιχείο, της τέχνης, του θεσμου κ.λ., είναι ο κατεξοχήν φορέας της ιδέας. Τελικά όλα τα άλλα στοιχεία προκύπτουν από το κείμενο και άποτελοΰν την υλοποίηση και την έκφραση της ιδέας που αυτό μεταφέρει. το βυζαντινό κείμενο εφτανε στο σλαβικό κόσμο ξεκινώντας από δύο μεγάλα πνευματικά και πολιτιστικά κέντραάρχικά από την Κωνσταντινούπολη, και μετά τον 11ο αιώνα και από το Αγιον ’Όρος. η άμεση γειτνίαση της Βουλγαρίας και της Σερβίας με το Βυζάντιο, ήταν φυσικό να συντελεί στήν ευκολότερη διάδοση του βυζαντινού κειμένου στις χώρες αύτές. Αν η σλαβική μετάφραση δεν είχε γίνει άμέσως στήν Κωνσταντινούπολη η στο “Αγιον ’Όρος, όπου όπως σήμερα γνωρίζουμε, ύπήρξαν Σλάβοι μεταφραστές, γινόταν σε πνευματικά κέντρα των δύο σλαβικών χωρών που άναφέραμε. Κυρίως μέσω των χωρών αυτών και πολύ λιγότερο άπευθείας, έφτανε τελικά η σλαβική μετάφραση στη Ρωσία, όπου γινόταν νέα γλωσσική επεξεργασία στήν άρχαία ρωσική. η διαδικασία της μεταβιβάσεως βυζαντινών κειμένων πρός τη Ρωσία συντελέστηκε σε δύο ιστορικές φάσεις. Ηη πρώτη άρχίζει από την έποχή του έκχριστιανισμου της Ρωσίας και εκτείνεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα, όταν πιά καταλύεται το πρώτο βουλγαρικό κράτος.
Δημιουργείται ενα κενό μεγάλο, το όποιο, κρατάει σχεδόν δύο αιώνες. Το δεύτερο βουλγαρικό κράτος ιδρύεται στά 1186, άλλά στά μέσα του 13ου αιώνα καταλύεται από τους Τατάρους το ρωσικό κράτος του Κιέβου και το Βυζάντιο εξάλλου δέχεται την κατοχή των Σταυροφόρων. Από το τέλος του 13ου αιώνα άρχίζει ούσιαστικά η δεύτερη φάση της μεγάλης κινήσεως κειμένων πρός τη Ρωσία, διότι άρχίζουν και πάλι οι στενές επαφές της χώρας αύτής, τόσο με το Βυζάντιο, όσο και με τις νότιες σλαβικές χώρες. Όπως είπαμε και παραπάνω, το έργο του Κυρίλλου και Μεθοδίου ήταν η δημιουργία μιας λόγιας γλώσσας για τους Σλάβους, και όταν λέμε λόγιας δεν εννοούμε μια σλαβική καθαρεύουσα, άλλά ένα εκφραστικό όργανο υψηλών και λεπτών εννοιών και όρων, οι όποιοι για πρώτη φορά έμπαιναν στο λόγο, που από προφορικός γινόταν γραπτός. Έφόσον η γλώσσα αύτή δημιουργήθηκε από βυζαντινά γλωσσικά έκμαγεία, ούσιαστικά η βυζαντινή μεταφύτευση άρχίζει σ’ αύτό άκριβώς το σημείο, για να άκολουθήσει στη συνέχεια μακρύ ιστορικό δρόμο. Πέρα από τα άπαραίτητα για τη χριστιανική λατρεία κείμενα, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος δεν έπέβαλαν στούς Σλάβους όποιασδήποτε μορφής γραμματεία. Η άποδοχή από μέρους των Σλάβων των τύπων και μορφών βυζαντινής πνευματικότητας δεν ήταν παθητική, άλλά συνέπεια έπιλογής. τα βυζαντινά κείμενα δεν έπιβλήθηκαν στον κόσμο τους, άλλ’ ούτε και είσέρρευσαν έκεί τυχαία έγινε έπιλογή από τους ίδιους τους Σλάβους, σύμφωνα με τη δεκτικότητα και τις άνάγκες τους16. Οι φιλοσοφικές ιδέες και οι θεολογικές διδασκαλίες που κυκλοφορούσαν στο Βυζάντιο τον 9ο και 10ο αιώνα, άργησαν πολύ να περάσουν στις σλαβικές χώρες, μερικές δέ από αύτές δεν έφθασαν ποτέ εκεί , διότι απλούστατα οι χώρες αυτές δεν είχαν τις πνευματικές και μορφωτικές προϋποθέσεις την γενικότερη πολιτιστική υποδομή για να τις δεχτούν. ’Ίσως αυτός ήταν ο λόγος, για τον όποιο οι Ελληνες επίσκοποι στη Βουλγαρία και στη Ρωσία, δεν έκαναν προσπάθεια να φέρουν σ’ επαφή τους Βουλγάρους και τους Ρώσους με τη σύγχρονη πνευματική ζωή του Βυζαντίου, διότι διαπίστωναν ότι δεν θα εύρισκαν ανταπόκριση στο κοινό των χωρών αυτών, από το όποιο έλειπε η κατάλληλη υποδομή. Άρκέστηκαν άπλώς στο να βοηθήσουν τους λαούς αύτούς να άποκτήσουν εκείνο, το όποιο οι ίδιοι άποζητουσαν. Έπρεπε οι Σλάβοι να περάσουν πρώτα από το ίδιο σχολείο, στο όποιο επί αιώνες ολόκληρους είχαν φοιτήσει οι Βυζαντινοί, και μ’ αύτό τον τρόπο να καλύψουν το τεράστιο κενό που υπήρχε ανάμεσα σ’ αύτούς και τους Βυζαντινούς. Έφόσον η άποδοχή του βυζαντινού κειμένου από τους Σλάβους δεν ήταν παθητική, άλλά προερχόταν από δική τους πρωτοβουλία, φυσικό ήταν η πρωτοβουλία αύτή να έπεκταθεί και στη δημιουργία πρωτότυπης δικής τους λογοτεχνικής παραγωγής. Έτσι από τον 9ο κιόλας αιώνα βλέπουμε την άνάπτυξη μιας καθαρά σλαβικής πρωτότυπης γραμματείας, στήν όποία κυριαρχεί η διαμορφωμένη από τον Κύριλλο και Μεθόδιο γλώσσα. Η γραμματεία αύτή δεν είναι δουλική μίμηση βυζαντινών προτύπων, άλλά αποτέλεσμα, θα μπορούσαμε να πούμε μιας βαθιάς άφομοιώσεως των έννοιολογικών και μορφολογικών στοιχείων των βυζαντινών πολιτιστικών άξιών καί δομών, οι όποιες είχαν μεταφυτευθεί στη σλαβική ζωή. Αύτό το βλέπουμε καθαρά στο σλαβικό πεζό λόγο που καλλιεργήθηκε στο τέλος του 9ου αιώνα από τον Κλήμη επίσκοπο ’Αχρίδας, όπως και στο ποιητικό έργο του συγχρόνου του επισκόπου Πρεσλάβας της Βουλγαρίας,Κωνσταντίνου. Ειδικότερα η ποιητική παραγωγή πολύ πετυχημένα χαρακτηρίστηκε ως «σλαβική άπόκριση στη βυζαντινή ποίηση» από τον κορυφαίο άμερικανό γλωσσολόγο R.Jakobson. ’Από τον 9ο λοιπόν αιώνα, δηλαδή λίγο μετά τη δημιουργία του γραπτού σλαβικού λόγου, ένώ άκόμη συντελεί ται η διαδικασία της βυζαντινής μεταφυτεύσεως, έχουμε την παράλληλη διεργασία της άφομοιώσεως, η όποία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η γονιμοποίηση του βυζαντινού στοιχείου μέσα στο χώρο της σλαβικής έθνικής αύτοσυνειδησίας.
Ή έπιλογή βυζαντινών κειμένων από τους Σλάβους ύπαγορευόταν, όπως είπαμε, από τις ανάγκες της θρησκευτικής και κοινωνικής τους ζωής. Στούς δύο πρώτους μετά τον έκχριστιανισμό τους αιώνες βλέπουμε να κυκλοφορούν μέσα στο σλαβικό κόσμο βυζαντινά κείμενα, τα όποια μπορούμε να κατατάξουμε σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) ομιλίες και παραινετικά έργα συγγραφέων της παλαιοχριστιανικής και πρωτοβυζαντινής περιόδου, β) έργα άρχαίων και βυζαντινών ιστορικών, καθώς και κείμενα μυθιστορηματικού χαρακτήρα με ιστορικό πυρήνα, όπως οι διηγήσεις για το Μέγα ’Αλέξανδρο, την άλωση της Τροίας και τον Διγενή ’Ακρίτα, γ) έργα φυσιογνωστικού και γεωγραφικού περιεχομένου και δ) κείμενα λαίκού χαρακτήρα, όπως οι άπόκρυφες διηγήσεις. ‘Οπωσδήποτε, αν έξαιρέσουμε το χρονικό του Γεωργίου Αμαρτωλού κανένα από τα κείμενα αύτά δεν άντιπροσωπεύει έργο σύγχρονου βυζαντινού συγγραφέα, και στο σημείο αύτό οι παρατηρήσεις του Eremin, που άναφέραμε, είναι άπόλυτα άκριβείς. ’Εντούτοις υπάρχει κάτι, το όποιο θα μπορούσαμε να άντιπαρατάξουμε σ’ αυτές. Μεταξύ τών μεταφρασμένων στη σλαβική βυζαντινών κειμένων της περιόδου αυτής κεντρικότατη θέση κατέχουν τα εργα του Μεγάλου Βασιλείου, του Ίωάννου Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου. ’Ιδιαίτερα οι Λόγοι εις την έξαήμερον του Μεγάλου Βασιλείου, οι όποιοι άποτελουν ενα άποθησαύρισμα γνώσεων της άρχαίας φυσικής, άστρονομίας και φυσιογνωσίας, μεταφρασμένοι από το Βούλγαρο λόγιο του 10ου αιώνα ’Ιωάννη Έξαρχο, γνώρισαν καταπληκτική διάδοση μέσα στον κόσμο των Σλάβων. Οι τρεις ‘Ιεράρχες, άναθραμμένοι μέσα στήν άρχαία έλληνική γνώση και τη χριστιανική πίστη, ήταν φορείς μορφωτικών άξιών και γνώσεων που προέρχονταν από δύο μεγάλες παραδόσεις, την κλασική έλληνική και τη χριστιανική. Το ότι ειδικότερα αύτών τα συγγράμματα έπιλέχτηκαν από τους Σλάβους για μετάφραση, δηλώνει την προτεραιότητα που τους έδιναν, διότι διαμέσου αύτών θα άποκτουσαν την άπαραίτητη προπαιδεία για να είσαχθουν άργότερα σε άλλους πνευματικούς χώρους. ’Εξάλλου η σκέψη του Βασιλείου και ειδικότερα του Γρηγορίου δεν παρουσίαζαν λιγότερη δυσκολία στήν κατανόησή τους άπ’ ότι ο στοχασμός του Ψελλου η του Ξιφιλίνου. Φορέας αύτου του είδους των γνώσεων από πολύ νωρίς εγιναν οι χειρόγραφες συλλογές ποικίλων έργων, οι όποιες άρχισαν να διαδίδονται στις σλαβικές χώρες. Η πρώτη συλλογή αύτου του είδους συντάχθηκε γύρω στο ετος 920 με εντολή του τσάρου των Βουλγάρων Συμεών, ο όποιος είχε σπουδάσει στήν Κωνσταντινούπολη και είχε τέτοια βυζαντινή παιδεία που να τον άποκαλουν «Ήμίαργον». Η συλλογή αυτή, που άποτελεί για την εποχή της εγκυκλοπαίδεια ολόκληρη θεωρητικών γνώσεων, περιλάμβανε τα έργα είκοσι τουλάχιστον χριστιανών και πρωτοβυζαντινών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων βεβαίως ήταν και οι τρεις Ιεράρχες. Μέσα στά έργα αυτά βρίσκουμε και συγγράμματα του Μαξίμου ‘Ομολογητή και του Θεοδώρου από τη Ραίθώ της Αίγύπτου, συγγραφέων του 7ου αιώνα, εργα τα όποια μετέφεραν στούς Σλάβους για πρώτη φορά τη φιλοσοφική ορολογία και τις λογικές κατηγορίες του ’Αριστοτέλη. Μ’ αυτό τον τρόπο η γνώση της αρχαίας έλληνικής σκέψης περνούσε στούς Σλάβους από δεύτερο χέρι, μέσα από τους χριστιανούς συγγραφείς που την είχαν σπουδάσει και τη γνώριζαν καλά. Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Πρός νέους, όπως αν εξ ελληνικών ώφελοίντο λόγων, είχε σαφώς διαγράψει την άξία της κλασικής παιδείας, της όποίας η γνώση είχε προσδιοριστεί ως προπαιδεία στη χριστιανική σκέψη. Μια άνάλογη θέση υπάρχει και στη σκέψη του ’Ιουστίνου Φιλοσόφου, του οποίου εργο έπίσης περιλήφθηκε στη συλλογή του τσάρου Συμεών. Ο ’Ιουστίνος αναγνώριζε σπέρματα άλήθειας στήν άρχαία έλληνική φιλοσοφία, την οποία και χαρακτηρίζει μέγιστόν κτήμα και τιμιώτατον Θεώ. Η επιστροφή στήν άναγνώριση αυτοτελούς άξίας στήν άρχαία φιλοσοφία, υστέρα από τη θεία άποκάλυψη, και η τοποθέτησή της σε ίση μοίρα με τη χριστιανική διδασκαλία, θεωρούνταν από τους βυζαντινούς θεολόγους ως οπισθοδρόμηση και ως διάσπαση της αρμονίας που είχε έπιτευχθει άνάμεσα στο ορθόδοξο δόγμα και στά καθιερωμένα εκφραστικά μέσα για την έρμηνεία του, τα όποια παρείχε η άρχαία έλληνική φιλοσοφία. Την εκτίμηση αυτής της θέσεως από τους Σλάβους τη διαπιστώνουμε στήν άπόφασή τους να μή μεταβουν κατευθείαν στις πηγές, άλλά να πάρουν άπ’ αυτές ό,τι τους χρειάζεται, διυλισμένο μέσα στη σκέψη χριστιανών συγγραφέων, των οποίων το κύρος ήταν άναμφισβήτητο και είχε ήδη οικουμενική άναγνώριση. Αύτή ήταν γι’ αύτούς η άσφαλής οδός, ιδιαίτερα στά πρώτα τους βήματα στη θεωρητική σκέψη, όταν άκόμη τους έλειπε έντελώς το στερεό υπόβαθρο, το όποιο διέθετε η βυζαντινή διανόηση. Ή χειρόγραφη συλλογή του τσάρου Συμεών πολύ γρήγορα πέρασε στη Ρωσία. Την ξαναβρίσκουμε σ’ ένα πολύτιμο εικονογραφημένο χειρόγραφο του έτους 1073, το όποιο άνήκε στον ήγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβ. Εξακολούθησε η άντιγραφή του και σήμερα μας είναι γνωστά 21 τουλάχιστον άπόγραφα, τα όποια καλύπτουν χρονική περίοδο πέντε αιώνων. Άλλά η διάδοση του βυζαντινού κειμένου στούς Σλάβους δεν περιοριζόταν σ’ αυτή μόνο τη συλλογή. Από το τέλος του 13ου και τις άρχές του 14ου αιώνα έχουμε πιά γνωστά μεταφραστικά κέντρα, όχι μόνο στις σλαβικές χώρες, άλλά και μέσα στο Βυζάντιο, κυρίως Κωνσταντινούπολη και Άγιον ’Όρος, η στις πρώην βυζαντινές κτήσεις, όπως η Ιερουσαλήμ και το ’Όρος Σινα. Στά κέντρα αύτά, σε άρμονική συμβίωση με τους Ελληνες, οι Σλάβοι εργάζονται εντατικά και άκατάπαυστα, μεταφράζοντας βυζαντινά κείμενα η διορθώνοντας παλιότερες μεταφράσεις. Τώρα πιά έχουν όλότελα διαμορφωθεί οι έπί μέρους σλαβικές γλώσσες και πέρα από μιά κοινή γλωσσική βάση ύπάρχουν οι έντονες άποχρώσεις που προσδιορίζουν την αυτοτέλεια και άνεξαρτησία της κάθε μιας άπ’ αύτές. Παράλληλα με την άρχική συλλογή του Συμεών, δημιουργούνται έκατοντάδες άλλες, το ίδιο πλούσιες η και πλουσιότερες σε περιεχόμενο, οι όποιες μεταφέρουν στον κόσμο των Σλάβων τις ιδέες, τις σκέψεις, τη θεολογία, τις φυσικές επιστήμες και την ιστοριογραφία του Βυζαντίου. Έκτος άπ’ αυτά όμως ο συγχρονισμός δεν έχει άκόμη επιτευχθεί. Ό 14ος αιώνας, όπως είναι γνωστό, άποτελεί για το Βυζάντιο περίοδο πνευματικής άνθήσεως. Αύτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η αύτοκρατορία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών της και βρίσκεται πιά κοντά στο τέλος της. Γενικότερα, ο αιώνας αύτός χαρακτηρίζεται από την παλαιολόγεια άναγέννηση, για την οποία έχουν γραφτεί ήδη πολλά. Η άναγέννηση αύτή άφορα όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής ζωής της αύτοκρατορίας, άνάλογες δέ έκδηλώσε ς βρίσκουμε στη Βουλγαρία του τσάρου Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), τη Σερβία του Στεφάνου Δουσάν (1331-1355) και των διαδόχων του, καθώς και στη μοσχοβιτική Ρωσία, η οποία εισέρχεται τώρα σε περίοδο πολιτικού συγκεντρωτισμού. Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον ’Όρος δίνει νέα πνοή το κίνημα του Ησυχασμού, το όποιο χαρακτηρίζεται από εμμονή στην ’Ορθοδοξία και βαθιά εσωτερικότητα της πνευματικής ζωής, η οποία τελικά καταλήγει σε δυναμικό μυστικισμό. Και ενώ τα άνατολικά στοιχεία του ορθόδοξου μυστικισμού δέχονται ισχυρή άνανέωση, συγχρόνως έλέγχοντα από το έλληνικό πνευμα, το όποιο επιβιώνει και μάλιστα ισχυροποιημένο. Η σύζευξη των δύο αύτών ροπών δημιουργεί νέα όψη του παραδοσιακού μυστικισμου, ο όποιος, έλευθερωμένος πάντοτε από την άνατολίτικη στατικότητα και άκινησία, κατορθώνει να συνδυάζει τη βαθιά μυστική εμπειρία με την έξωτερίκευση μέσα σε κοινωνική δραστηριότητα. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κινήσεως αυτής είναι οι Γρηγόριος Σιναί της, Γρηγόριος Παλαμάς και Φιλόθεος Κόκκινος. Τόσο αυτοί, όσο και οι υπόλοιποι ομοίδεάτες τους άναπτύσσουν μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα, η οποία καλύπτει ένα εκτεταμένο πεδίο. Προικισμένοι με πλούσια γνώση της θεολογικής γραμματείας, ιδιαίτερα οι δύο τελευταίοι, και με τη γνώση των φιλοσόφων και συγγραφέων της κλασικής άρχαιότητας, χρησιμοποιούν άφθονα τη γλώσσα τους για να έκφράσουν ιδέες που άντιστρατεύονται σαφώς στον έλεύθερο άδογμάτιστο ουμανισμό διότι σ’ αύτόν βλέπουν μια στείρα οπισθοδρόμηση, η όποία θα άγνοουσε το δύσκολο δρόμο που επί αιώνες είχε διανύσει η αυτοκρατορία στήν προσπάθεια να διαφυλάξει την πίστη της από τις αποκλίσεις, τις όποιες προκαλούσαν η λογικοκρατία και ο ανατολίτικος μυστικισμός. Το κίνημα αύτό, έκπροσωπούμενο από τις πιο λαμπρές και πνευματικά άγωνιστικές προσωπικότητες του Βυζαντίου, κατόρθωσε να έπιβληθεί στην πνευματική ζωή και να σφραγίσει με μιά άνανεωτική πνοή τον τελευταίο αιώνα της βυζαντινής αύτοκρατορίας. Τό ήσυχαστικό κίνημα μεταδίδεται άμέσως στη γειτονική Βουλγαρία και στη Σερβία, ύστερα δέ στη μακρινή Ρωσία, όπου άποκτά οπαδούς ανάμεσα στούς πιο μορφωμένους και πνευματικά εκλεπτυσμένους άνθρώπους της έποχής. Τον 14ο αιώνα το Άγιον ’Όρος και η Κωνσταντινούπολη κατακλύζονται από Σλάβους λόγιους μοναχούς, οι όποιοι γνωρίζουν την έλληνική και εργάζονται έντατικά πάνω σε μεταφράσεις έλληνικών κειμένων. Το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο των άνθρώπων αύτών είναι ψηλό καί, εχοντας ξεπεράσει πιά τα όρια μιας πλατιάς εγκύκλιας παιδείας, αποκτούν άμεση έπαφή με τα θεολογικά και γενικότερα ιδεολογικά ρεύματα που επικρατούν μέσα στη βυζαντινή κοινωνία. Η άμεση η έμμεση έπαφή τους με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, και η γνωριμία με το βαθύ θεολογικό τους εργο, όπου κυριαρχούν η ύψηλή σκέψη και η έκλεπτυσμένη έκφραση μέσω μιας δυσνόητης θεολογικής και φιλοσοφικής ορολογίας, τους άναγκάζει να ολοκληρώσουν την έκμάθησή της για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν από πιο κοντά τις συζητήσεις που γίνονται γύρω τους. Έτσι, στά μέσα του Μου αιώνα μεταφράζονται για πρώτη φορά από το Σέρβο λόγιο μοναχό Ήσαί α τα περίφημα συγγράμματα, τα γνωστά ως εργα του Διονυσίου ’Αρεοπαγίτου, τα όποια εισάγουν οριστικά τη νεοπλατωνική ορολογία στον ορθόδοξο μυστικισμό. Οσο η εμφάνιση των συγγραμμάτων αυτών τον 6ο αιώνα άποτέλεσε, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, σταθμό στήν ιστορία της σκέψης, έξίσου σπουδαίο γεγονός ύπήρξε για το σλαβικό κόσμο η μετάφρασή τους στη σλαβική το 14ο αιώνα, διότι του έδωσε τη βάση για την κατανόηση της ούσίας της μυστικής θεολογίας, αύτής της θεολογίας που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στο ρωσικό στοχασμό του 19ου και 20ου αιώνα.
Με τη μετάφραση αύτή μπόρεσε ο σλαβικός κόσμος να παρακολουθήσει για πρώτη φορά μόλις το 14ο αιώνα τις σύγχρονες πνευματικές κινήσεις του Βυζαντίου. ’Επακόλουθο ήταν να μεταφραστούν άμέσως στη σλαβική έργα σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων όπως π.χ. των Γρηγορίου Σιναί του, Φιλοθέου Κόκκινου, Γρηγορίου Παλαμά, Νικολάου Καβάσιλα, άλλά και των άντιπάλων τους, Βαρλαάμ του Καλαβρου, και του Γρηγορίου ’Ακινδύνου. Οι Σλάβοι έχουν φτάσει τώρα στήν πλήρη ένημέρωσή τους πάνω στήν πνευματική κίνηση του Βυζαντίου και από δώ και πέρα μπορούμε να μιλάμε καθαρά για βυζαντινές έπιδράσεις στο σλαβικό κόσμο, ο όποιος έχει περάσει πιά προ πολλου στη φάση της ώριμης αύτοτελους γραμματείας. Κατά το 14ο και 15ο αιώνα, πέρα από το ήσυχαστικό κίνημα που κυριαρχεί έντονα στο Βυζάντιο με κέντρα την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον ’Όρος, συντελείται και μια άξιόλογη στροφή πρός την άρχαιογνωσία. Η γλώσσα των βυζαντινών συγγραφέων της περιόδου αύτής είναι μια άναβιωμένη άττικίζουσα, με πολλά ρητορικά σχήματα, λεπτή στήν έκφραση, εύέλικτη και πνευματώδης. η παλαιολόγεια άναγέννηση φέρνει μαζί της τον νεοκλασικισμό. Αύτή η άναγέννηση άντικατοπτρίζεται σε μεγάλο άριθμό έλληνικών χειρογράφων, άλλά και σλαβικών. τα πνευματικά κέντρα της Βουλγαρίας και της Σερβίας, στά όποια καλλιεργείται, τη μεταδίδουν άμέσως στη Ρωσία, η οποία διατηρεί συγχρόνως και άμεση επαφή με τα βυζαντινά κέντρα. Ο ελληνικός νεοκλασικισμός δημιουργεί κατ’ επαγωγή ανάλογο σλαβικό. Οι Σλάβοι στρέφονται και αυτοί στη δική τους άρχαιότητα και τη φέρνουν ξανά στήν έπιφάνεια. Μελετούν και αντιγραφούν τις πηγές που αφορούν τον εκχριστιανισμό τους, τη φιλολογική δραστηριότητα του Κυρίλλου και Μεθοδίου, τη δημιουργία της σλαβικής γραφής και της γραφόμενης γλώσσας, αύτή είναι η δική τους άρχαιότητα και κλασική έποχή. Παράλληλα όμως παρακολουθούν και τον βυζαντινό νεοκλασικισμό. Μνημονεύονται στά εργα τους ο Θουκυδίδης, ο Ίώσηπος Φλάβιος, ο Όμηρος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος κ.ά. σε λίγο τις μορφές αυτές θα τις δούμε σε τοιχογραφίες των ναών τους, δίπλα στούς άγιους της ’Εκκλησίας, όπως άκριβώς συνέβαινε στον έλληνικό κόσμο των υστεροβυζαντινών χρόνων. Ή παρουσία των πολιτιστικών άξιων του Βυζαντίου μεταξύ των Σλάβων έγνώρισε, όπως είδαμε, τρεις ουσιαστικές φάσεις: τη μεταφύτευση, την άφομοίωση και την έπίδραση. Ούσιαστικό ρόλο στη διαδικασία αύτή, που κράτησε αιώνες, διαδραμάτισαν η γλώσσα και το κείμενο. με τη μεταφύτευση ο κόσμος των Σλάβων άπέκτησε γλώσσα και λογοτεχνία, ενώ συγχρόνως δέχτηκε τις βυζαντινές πολιτιστικές δομές. Με την άφομοίωση των βυζαντινών στοιχείων, που του έδωσε η μεταφύτευση, κατόρθωσε να διαμορφώσει δική του αύτοτελή λογοτεχνία και εθνικό πνευματικό βίο. Στη φάση των έπιδράσεων δέχεται και έπιλέγει ιδέες, έκφραστικούς τρόπους, λογοτεχνικό είδος και υφος. Γενικότερα όμως ο σλαβικός κόσμος άποκτα ενα βαθύ πολιτιστικό ύπόβαθρο, το όποιο τον δένει με τις δομές της μεγάλης βυζαντινής πνευματικής παραδόσεως και γέννα καταβολές. ‘Ορόσημο αύτής της παραδόσεως παραμένει μέχρι τις ήμέρες μας η κυριλλική γραφή,πού εύλαβικά κρατιέται αμετάβλητη και άλώβητη σε δλες έκεί νες τις σλαβόφωνες χώρες, οι όποιες απαρχής έμειναν πνευματικά δεμένες με το Βυζάντιο. Οι πολιτικές και κοινωνικές άλλαγές και σχέσεις, όποιες και άν ύπήρξαν στη ροή των αιώνων, δέ στάθηκαν ικανές να αλλοιώσουν όλότελα την ύφή των άξιών που συνδέουν το σλαβικό κόσμο της κυριλλικής γραφής με την έλληνική βυζαντινή παράδοση. Η παράδοση αύτή επιβιώνει περισσότερο στη λαίκή ψυχή, διότι σ’ εκείνη έχει τις ρίζες της. Μέσα σ’ αύτή έχει διαμορφωθεί ένα κοσμοείδωλο, που όσο κι άν έχει ξεθωριάσει, πάντα μπορεί να άναγνωριστεί το άρχέτυπό του. η κυριλλική γραφή, που μόνιμα φέρνει στη μνήμη τον θεσσαλονικέα έκπολιτιστή Κύριλλο, πέρα από τη μορφολογική της συγγένεια με την έλληνική, παραμένει μάρτυρας μιας άρχικής πνευματικής πατρίδας. ‘Οποιοσδήποτε βυζαντινός διανοούμενος, βάζοντας στη θέση της αρχαίας ’Αθήνας την ένδοξη Κωνσταντινούπολη η την αειθαλή Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε άδίστακτα να έπαναλάβει τα αθάνατα λόγια του ’Ισοκράτη: «Τοσούτον δ’ άπολέλοιπεν η πόλις ήμών περί το φρονεί ν και λέγειν τους άλλους άνθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους άλλά της διανοίας δοκεί ν είναι, και μάλλον ‘Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ήμετέρας η τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». Πηγή: http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/10/blog-post_5.html 7 Οκτωβρίου, 2012 — vatopaidifriend4

Saturday, October 6, 2012

Ελληνική γλώσσα: «νικήτρα του θανάτου»


Δημήτρης Νατσιός Δάσκαλος Κιλκίς «…όλα γίνονται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει». Γ. Σεφέρης Είναι του Κωστή Παλαμά η φράση: «νικήτρα του θανάτου» η γλώσσα. Ωραιότατη, μοσχοβολά σαν τους στίχους των δημοτικών μας τραγουδιών. «Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να (την) φάνε και δεν μπορούνε. τρώνε… και μένει μαγιά». Η φωτιστική και αλιστική της ιδιότητα λάμπει εις τους αιώνας. «Όπου γλώσσα πατρίς», έλεγε και ο Ελύτης. Μεγά λη κουβέντα κι αυτή. Είναι καταφύγιο ή γλώσσα μας. «Κι αν είναι πλήθος τ’ άσχημα κι αν είναι τ’ αδεια αφέντες» έχουμε παραμυθία την γλώσσα μας, που αιματώνει και νευρώνει το ξέπνοο σώμα του Ελληνισμού. Κι αν ξεφύγουμε από τις συμπληγάδες πέτρες της κρίσης και καθαρίσει ο τόπος από τα βοσκηματώδη κομματικά απολειφάδια, ίσως καθίσει και η Παιδεία, η καλλιέργεια της γλώσσας, στον βασιλικό της θρόνο. «Τότε θα έχουμε μια πραγματική αναγέννηση και το μέλλον της πατρίδας μας θα είναι μεγάλο», κατά τον λόγο του Σολωμού. Εκείνος ο σχολιαστικός Επίκτητος, έλεγε στους άρχοντες και, ειδικά, στους επί των Δημοσίων Έργων: «Μη τοις εξ Ευβοίας και Σπάρτης λίθοις τους τοίχους της κατασκευής ποίκιλλε, αλλά γαρ τη εκ της Ελλάδος παιδεία τα στέρνα των πολιτών και των πολιτευομένων διακόσμει. Γνώμας γαρ ανδρών ευ οικούνται πόλεις, αλλ’ ου λίθοις και ξύλοις». Και σε μετάφραση: «Μην πλουμίζεις τους τοίχους της πόλης με πέτρες από την Εύβοια και την Σπάρτη, αλλά στόλιζε με τα διδάγματα της ελληνικής παιδείας. Γιατί οι πόλεις ευνομούνται με την σωστή κρίση των ανθρώπων, κι όχι με πέτρες και ξύλα». (Στοβαίου, «Ανθολόγιον», Μστ 82). Σοφότεροι εμείς, σπαταλήσαμε χρήμα και ανθρώπους, κοσμώντας την πολιτεία με δρόμους και γέφυρες και «μετρό» που δεν τελειώνουν ποτέ, ίσως, επειδή ξέρουμε πόσο μηδαμινά είναι τα διδάγματα της σημερινής «ελληνικής παιδείας» που, κι αυτή, ξύλα απελέκητα συχνά κατασκευάζει… Είναι γεγονός αναμφίλεκτο ότι η εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια-κυρίως από το «σκοτεινό» ’81 και εντεύθεν-αντί να είναι θύλακας αντιστάσεως στην γλωσσική εκβαρβάρωση, απέβη συντελεστής της. Και αυτό με διάφορους τρόπους. Πρώτα πρώτα με τα γλωσσικά εγχειρίδια. Ελλιπέστατα, ακαλαίσθητα, επικίνδυνα κυριολεκτικά για τους μαθητές, χρήσιμα μόνο για την ανακύκλωση. Κι αυτό, αρκετοί δάσκαλοι το έχουν ήδη καταλάβει-άλλοι εξ αρχής και άλλοι καθ’ οδόν- και προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι μπορεί να περισωθεί, φροντίζουν να διδάσκουν κείμενα των κορυφαίων μαϊστόρων της ελληνικής λογοτεχνίας και όχι τις βλακώδε ις «συνταγές μαγειρικής» των «περιοδικών ποικίλης ύλης», όπως ανενδοίαστα ονομάζω τα τάχα και «βιβλία γλώσσας». να διδάσκουν την παραδοσιακή γραμματική, κατά τον ίδιο τρόπο, που, παρά τις σχετικές συστάσεις και απαγορεύσεις, δεν παύουν να δίνουν κατ’ οίκον σχολική εργασία και μελέτη, να επιμένουν στην ορθογραφία και στην καλλιγραφία (οι οποίες καταργήθηκαν, γι’ αυτό και η περιρρέουσα αφιλοκαλία), διορθώνοντας τα ορθογραφικά λάθη-ακόμη και με κόκκινο στυλό. τι έγκλημα!-να διατηρούν το μάθημα της έκθεσης κι αυτό είναι που κάπως σώζει ακόμη την κατάσταση. Ο δεύτερος παράγων που άγει σε απαισιοδοξία είναι η επιμονή και εμμονή στον λεγόμενο γλωσσοπολιτικό δογματισμό, κυρίως από «δευτεροβάθμιους» εκπαιδευτικούς. Πολλοί για να μη στιγματιστούν σαν αντιδραστικοί και «πισωγυριστές», θεωρούν «καθήκον τους αγωνιστικό να αποστειρώνουν αυστηρά την γλώσσα του λαού από κάθε λογιότροπο στοιχείο, για να του την παραδώσουν κάποτε φτωχή αλλά πεντακάθαρη, αποκατεστημένη στην πληβειακή της γνησιότητα». (Γ. Καλιόρη, «Γλωσσικά», εκδ. «Εξάντας», σελ. 26). Παράδειγμα. Μου κατήγγειλε μαθητής Γυμνασίου ότι η προκομμένη, «προοδευτικιά» φιλόλογός του, διόρθωσε σαν λάθος σε γραπτό του, την κατάληξη-εως (πόλεως), της φάνηκε συντηρητική, ενώ, στην Β’ Γυμνασίου, η κόρη μου, αν και καταγόμενη από όμορη περιοχή, δεν μπορούσε, όπως και οι συμμαθητές της, να απαντήσει στην ερώτηση «που βρίσκεται το Δίο». (Έτσι το γράφει και το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας). Δίο χωρίς το τελικό «ν», προφανώς γιατί κάποιο ασπόνδυλο, ημιμαθές «σαΐνι» του πρώην Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, εξέλαβε το «ν» ως καθαρευουσιάνικο κατάλοιπο και φρόντισε να αφήσει τα διαπιστευτήρια του «προοδευτικού» του ναυαγίου, τυραννώντας τους μαθητές. Γι’ αυτό πρέπει να αρχίσει από την κορυφή το ξεβρώμισμα, προτού επεκταθεί σε ολόκληρο το ψάρι-αν δεν επεκτάθηκε ήδη. Τρίτον: (με «ν» γιατί είναι ευφωνικό. Σιγά-σιγά θα το κόψουν και από το «μείον» και τον «πλην», για να γελά κάθε πικραμένος). Όσο κι αν κόπτονται περί του αντιθέτου, συνεχίζεται η επιδεικτική απαξίωση τη ς αρχαίας γλώσσας, που είναι τροφός της νεοελληνικής και προϋπόθεση γιά την εις βάθος οικείωσή της. Και ελπίζουμε, όταν έλθουν καινούργιοι άνθρωποι σε τούτο τον τόπο και «συνοδεύσουν την βλακεία στην τελευταία της κατοικία», να κατανοήσουν ότι τα αρχαία πρέπει να ξεκινήσουν από το δημοτικό σχολείο. Έβαλαν τα αγγλικά από την Α’ δημοτικού. Για ποιό λόγο; Κανείς δεν μας το εξήγησε. Το έχω ξαναγράψει. Είναι εγκληματικό να βραχυκυκλώνεις, να συσκοτίζεις τα παιδιά-εξ απαλών ονύχων-με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, πριν ακόμη προσλάβουν και διδαχτούν τους μηχανισμούς της μητρικής τους γλώσσας. Αν αγαπούσαν την πατρίδα, τιμούσαν την ιστορία της και νοιάζονταν για το μέλλον της, ας έβαζαν αρχαία, τουλάχιστον από την Δ’ δημοτικού. Θα ‘πει κάποιος, ποιός θα τα διδάξει; Απάντηση: Με ένα κατάλληλο βιβλίο όλοι μπορούν. Κι αν δεν μπορούν οι δάσκαλοι, ας διορίσει το υπουργείο φιλολόγους και στο δημοτικό. Προσωπικά (και χωρίς καμμιά καύχηση «εν οίδα ότι ουδέν ειμί») διδάσκω εδώ και χρόνια μία ώρα την εβδομάδα αρχαία, κατά παράβασιν του αναλυτικού προγράμματος και των άνωθεν εντολών. Τι κάνω; Δίνω στα παιδιά σε φωτοτυπία ένα αρχαίο κείμενο. Κυρίως τους διδακτικότατους μύθους του Αισώπου ή μια ευαγγελική περικοπή. Πρώτα το αντιγράφουν για να εξοικειωθούν με την αρτιμελή μορφή της γλώσσας, το λεγόμενο πολυτονικό. Στην συνέχεια το διαβάζουν για να «σπάσει» και η γλώσσα. Κατόπιν υπογραμμίζουν λέξεις που αναγνωρίζουν, για να κατανοήσουν την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού λόγου. Μετά έρχεται το ωραιότερο. Η πάντερπνη ετυμολογία. Παιχνίδισμα με τις λέξεις. Ύστερα «ομοθυμαδόν», όλοι μαζί, την μετάφραση στον πίνακα και αντιγραφή των παιδιών στο «τετράδιο αρχαίων». Εδώ «περνούν» και τα ηθικά διδάγματα, γιατί Παιδεία σημαίνει πρωτίστως καλλιέργεια χαρακτήρα και μόρφωση εδραία. Η καλή παιδεία «…μόνους τους παιδευθέντας ελευθέρους είναι», μόνη αυτή κάνεις τους ανθρώπους ελεύθερους (Επίκτητος, «Διατριβαί», 11α, 21-22), «μαθαίνει στον πολίτη να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη» («τον πολίτη… άρχειν τε και άρχεσθαι μετά δίκης», γράφει ο Πλάτων στο 643ε των «Νόμων» του). Αυτά τα ξεχάσαμε και ακούμε μόνο τις εκκωφαντικές τσιρίδες και τις αεροπλαστες κενολογίες περί «Νέου Σχολείου» και «πρώτα ο μαθητής», από ανθρώπους που δεν ξέρουν που «παν τα τέσσερα», όπως λέει θυμόσοφα και ο λαός. Μετά την ετυμολογική περιήγηση, έρχεται κα η σειρά της Γραμματικής. Απλά πράγματα το κατά δύναμιν, με συγκατάβαση, κανόνες τονισμού, δύο-τρεις κλίσεις ουσιαστικών και ρημάτων και… το κουδούνι προσκαλεί γιά την αύλειο ξεκούραση. Σημειωτέον ότι την ώρα των αρχαίων τα παιδιά παρακολουθούν σχεδόν με ευλάβεια. «Άκρα του τάφου σιωπή». Γιατί; Παράδειγμα. Όταν τους ζητάς να γράψουν την λέξη «υγρός» πρέπει να σκεφτούν δύο κανόνες. Ότι η λέξη, εφ’ όσον αρχίζει με «ύψιλον» δασύνεται και η βραχύχρονη συλλαβή «-γρός» παίρνει οξεία. Ο νους τους, δηλαδή, δεν «αλητεύει» εδώ κι εκεί, αλλά αναζητά και υπακούει σε κανόνες. Έτσι, από την πειθαρχία του νοός, φτάνουμε στην πειθαρχία του σώματος. («Πάντων νους, κρατεί» έλεγε ο Αναξαγόρας). Και κυρίως, γιατί τους εξηγείς το μονάκριβο, παγκοσμίως, προνόμιό τους, να διαβάζουν την γλώσσα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Ευαγγελίου και να κατανοούν τις περισσότερες λέξεις. Καμαρώνουν τα παιδιά, πράγμα που τόσο το έχουμε ανάγκη σήμερα. Ειλικρινά, τα γράφω αυτά και «καπνίζουν τα μάτια μου». Έχουμε στα χέρια μας θησαυρό αειλαμπή και αδαπάνητο, που ξεδίψασε και ξεδιψά όλη την Οικουμένη και εμείς ποτίζουμε τα παιδιά με σάπια, μολυσμένα νερά. Ομιλούμε (τι ωραία λέξη!) γλώσσα «νικήτρα του θανάτου» και θανατώνουμε τα παιδιά «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες». ΕτικέτεςΔημήτρης Νατσιός Δάσκαλος, (Aπό τους λίγους που σέβονται το θησαυρό του τόπου τους) Ελληνική γλώσσα 6 Οκτωβρίου, 2012 — vatopaidifriend4